Σελίδες

16 Ιανουαρίου 2021

Τα Κάστρα της Θεσσαλονίκης είναι ένα σύμπλεγμα τειχών, πύργων και οχυρώσεων με μοναδική αρχαιολογική, αρχιτεκτονική και ιστορική σημασία

Τα Κάστρα της Θεσσαλονίκης είναι ένα σύμπλεγμα τειχών, πύργων και οχυρώσεων με μοναδική αρχαιολογική, αρχιτεκτονική και ιστορική σημασία.

Αυτό που λέμε σήμερα "Κάστρα της Θεσσαλονίκης" είναι μέρος μόνο της παλιάς οχύρωσης. Στην αρχική τους μορφή, τα τείχη και τα κάστρα της Θεσσαλονίκης περιέβαλλαν ολόκληρη την πόλη, συμπεριλαμβανομένης της πλευράς που βρέχεται από τη θάλασσα.

Η σχεδίαση και η τεχνολογία των τειχών τα κάνει να μοιάζουν πολύ με τα βυζαντινά τείχη της Κωνσταντινούπολης, αν και βέβαια το μέγεθος διαφέρει.

Οι πρώτες οχυρώσεις δημιουργήθηκαν με την ίδρυση της πόλης κατά τους ελληνιστικούς χώρους αλλά η σημερινή μορφή των κάστρων είναι στο μεγαλύτερο μέρος κατασκευή του 4ου μ.Χ. αιώνα.

O Λευκός Πύργος, το Επταπύργιο και το Φρούριο Βαρδαρίου, που είναι κατά κάποιο τρόπο μέρη των Κάστρων της Θεσσαλονίκης, παρουσιάζονται ξεχωριστά στο site, σαν αυτοτελή κάστρα.


 

Ιστορία

Η Θεσσαλονίκη ιδρύθηκε το 316 π.Χ. από έναν από τους επιγόνους του Μεγάλου Αλεξάνδρου τον Κάσσανδρο. Ο Κάσσανδρος για να μπορέσει να διεκδικήσει το θρόνο της Μακεδονίας, παντρεύτηκε την ετεροθαλή αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, τη Θεσσαλονίκη, προς τιμήν της οποίας ίδρυσε την πόλη συνενώνοντας 26 πολίχνες που βρίσκονταν γύρω από το Θερμαϊκό κόλπο.

Οι πρώτες οχυρώσεις της πόλης ξεκίνησαν λίγο μετά την ίδρυσή της, τον 3ο π.Χ. αιώνα. Η ύπαρξη των τειχών πιστοποιείται συν τοις άλλοις από ένα ιστορικό γεγονός: Το 279 π.Χ., όταν οι Κέλτες άρχισαν επιδρομές στην Ελλάδα, αναχαιτίστηκαν μπροστά στα τείχη της πόλης και αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν προς νότο, στους Δελφούς και την Αιτωλία.

Το μέγεθος και η έκταση της ελληνιστικής αυτής πόλης δεν έχουν ανιχνευθεί ακόμη επαρκώς. Ελάχιστες αρχαιολογικά αξιοποιήσιμες ενδείξεις και ιστορικές μαρτυρίες σώθηκαν για το αρχικό περιτείχισμα της πόλης και τις πρώιμες ρωμαϊκές φάσεις του.

Τον 2ο π.Χ. αιώνα η πόλη κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους, όπως και η υπόλοιπη Ελλάδα. Το 58 π.Χ. ο Κικέρων βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη, εξόριστος από τη Ρώμη. Ανέφερε ότι τα τείχη της πόλης είναι σε κακή κατάσταση και ότι οι κάτοικοι φοβούνται την επιδρομή των Θρακικών φύλων, αναγκάζοντας τους να καταφύγουν στην Ακρόπολη. Παρά την παρατήρηση αυτή, είναι γνωστό πως οι Θράκες εκδιώχθηκαν έξω από τα τείχη χωρίς κανένα πρόβλημα.

Γύρω στα μέσα του 3ου μ.Χ. αιώνα κατασκευάστηκε βιαστικά τείχος με τετράγωνους πύργους, ίσως για την απώθηση επιδρομών των Γότθων. Η περίμετρος του τείχους αυτού αποτέλεσε τη βάση της μεταγενέστερης οχύρωσης που διατηρήθηκε ως σήμερα. Η νέα οχύρωση της πόλης φαίνεται πως ολοκληρώθηκε από τα τέλη του 3ου αιώνα έως και τον 5ο αι. Το τείχος, εξαιρετικά φροντισμένο και πιο σύνθετο ως προς τη δομή, τα υλικά και την οχυρωματική λειτουργία του, ενσωμάτωσε σταδιακά ως εσωτερικό αντέρεισμα το ρωμαϊκό τείχος.

Την περίοδο της βασιλείας του Μεγάλου Κωνσταντίνου (306-336) η Θεσσαλονίκη έγινε μεγάλη ναυτική βάση και το λιμάνι διαπλατύνθηκε και επεκτάθηκε. Επί Ιουλιανού (361-363), τα τείχη της πόλης επισκευάστηκαν, καθώς ο αυτοκράτορας διέταξε την ενίσχυση όλων των οχυρών της Μακεδονίας, της Πελοποννήσου και της Ιλλυρίας για την απόκρουση των βαρβαρικών επιδρομών.

Είναι γεγονός πως οι αλλεπάλληλες βαρβαρικές επιδρομές στους επόμενους αιώνες έκανε επιτακτική την ανάγκη για συνεχή συντήρηση και ενίσχυση των τειχών. Πάντως το αρχικό περίγραμμα δεν άλλαξε ιδιαίτερα στο πέρασμα των αιώνων. Την ιστορία των βυζαντινών οικοδομικών επεμβάσεων μαθαίνουμε από τις διάφορες επιγραφές που σώθηκαν στα τείχη και λιγότερο από τις ιστορικές πηγές.

Η μεγάλη ανοικοδόμηση των τειχών έγινε στα τέλη του 4ου με αρχές του 5ου αιώνα, επί βασιλείας του Μεγάλου Θεοδοσίου Α’ από τον Ορμίσδα όπως μας πληροφορεί μια επιγραφή μήκους 9 μέτρων και 3 σειρών (από τις οποίες αναγνώσιμη είναι μόνο η δεύτερη σειρά), κοντά στον ομώνυμο πύργο του ανατολικού τείχους, όπου διακρίνεται η φράση: «Τείχεσιν άρρηκτοι Ορμίσδας εξετέλεσε την δε πόλιν...». Ήταν δε ο Ορμίσδας ο περσικής -μάλλον- καταγωγής επικεφαλής της αιγυπτιακής φρουράς της πόλης.

Στα τέλη του 6ου και στις αρχές του 7ου αιώνα, οι επιδιορθώσεις και οι ανακατασκευές των τειχών κρίθηκαν αναγκαίες μετά από τις επίμονες επιθέσεις και πολιορκίες από Αβάρους και Σλάβους. Υπάρχει και μια επιγραφή με την αναφορά Επί του αγιοτάτου Αρχιεπισκόπου Ευσέβιου εγένετο ορισμός αυτού, που μας πληροφορεί πως προσθήκη έγινε όταν αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης ήταν ο Ευσέβιος, ο οποίος αγωνίστηκε για την ενίσχυση της οχύρωσης κατά τη διάρκεια της αυτοκρατορίας του Μαυρίκιου, όταν η πόλη πολιορκούνταν από τους Σλάβους. Πάντως τα τείχη έσωσαν την πόλη από τους Σλάβους κατ’ επανάληψιν εκείνη την περίοδο, ενώ τότε γεννήθηκε και ο θρύλος του Αγίου Δημητρίου ως προστάτη της πόλης, καθόσον και στις 2 πολιορκίες των Σλάβων θεωρείται ότι έσωσε την πόλη, με την οπτασία του έφιππου Αγίου να εμψυχώνει τους υπερασπιστές.

Στη συνέχεια, τα τείχη παραμελήθηκαν εξαιτίας της μακροχρόνιας περιόδου ειρήνης τον 8ο και 9ο αιώνα. Οι συνέπειες έγιναν αντιληπτές όταν επιτέθηκαν οι Σαρακηνοί το 904. Οι Βυζαντινοί είχαν ήδη συνειδητοποιήσει ότι θα έπρεπε να γίνουν επισκευές, αλλά οι εργασίες συνεχίζονταν ακόμη στα τείχη, όταν ο στόλος των Σαρακηνών, υπό τη διοίκηση του εξωμότη Λέοντα του Τριπολίτη, εμφανίστηκε στον Θερμαϊκό. Η συνέχεια είναι γνωστή: Η πόλη λεηλατήθηκε, οι άμαχοι σφαγιάστηκαν και 22000 αιχμαλωτίσθηκαν και μεταφέρθηκαν στην Ανατολή με σκοπό την πληρωμή λύτρωνε. Ευτυχώς που οι Σαρακηνοί, όντας απλώς πειρατές, έφυγαν σύντομα μετά το πλιάτσικο. Η πόλη ανασυντάχθηκε και συνέχισε την ανοδική πορεία της για άλλους τέσσερις αιώνες.

Μια επιγραφή στη δυτική πύλη της Καλαμαριάς δίνει πληροφορίες για τις επισκευές που έγιναν στα τείχητον καιρό του Βουλγαροκτόνου ( Βασίλειος Β΄, 976-1025). Εκείνη τη περίοδο η κύρια απειλή για την αυτοκρατορία ήταν οι Βούλγαροι.

Όταν οι Νορμανδοί το 1185 επιτέθηκαν με μια τεράστια δύναμη στη Θεσσαλονίκη, τα θαλάσσια τείχη ήταν σε άριστη κατάσταση, αλλά υπήρχαν αδύναμα σημεία στη δυτική πλευρά των τειχών. Οι Νορμανδοί το εκμεταλλεύτηκαν και η πόλη υπέστη ακόμα μία ιστορική λεηλασία.

Γύρω στο 1355 μ.Χ., όταν η αυτοκράτειρα Άννα Παλαιολογίνα ζούσε στην Θεσσαλονίκη ξεκίνησε τις επισκευές των τειχών γιατί αυτή τη περίοδο η Θεσσαλονίκη προετοιμάζονταν να δεχθεί τη στρατιωτική επιδρομή του Καντακουζηνού (που είχε ήδη σφετεριστεί τον αυτοκρατορικό θρόνο) με τη συνοδεία του γιου του καθώς και το Στέφανο Δουσάν, αυτοκράτορα της Σερβίας.

Η τελευταία βυζαντινή παρέμβαση έγινε πιθανότατα επί Μανουήλ Β' Παλαιολόγου στο διάστημα 1369-1373, όταν διοικούσε την πόλη ως δεσπότης.

Στη διάρκεια της Ενετικής κατοχής (1423-1430) δεν έγιναν οι απαραίτητες επισκευές στα τείχη, κρίνοντας από τους πολίτες οι οποίοι έκαναν εκκλήσεις στη Βενετία για το πρόβλημα. Η αδιαφορία των Βενετών ήταν πραγματικά αδικαιολόγητη, δεδομένου όταν ο Μουράτ και ο πολυάριθμος στρατός του είχαν στρατοπεδεύσει έξω από τα τείχη της πόλης.

Οι Τούρκοι κατέλαβαν την πόλη το 1430 και παρέμειναν εκεί για 5 σχεδόν αιώνες. Οι δικές τους προσθήκες στα τείχη ήταν ο σημερινός Λευκός Πύργος, στη βόρειο-δυτική πλευρά ο Πύργος Τριγωνίου και ο κεντρικός Πύργος στο Επταπύργιο. Οι δύο πρώτοι πρέπει να έχουν χτιστεί αμέσως μετά τη Τουρκική κατάσταση και ο τρίτος το 1431, καθώς μαρτυρά η τουρκική επιγραφή. Τελευταία προσθήκη στην περίμετρο των τειχών, στη νοτιοδυτική απόληξη τους, αποτέλεσε το φρούριο Βαρδαρίου, που κατασκευάσθηκε επί Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς για την ενίσχυση του λιμανιού.

Με την εξέλιξη της τεχνολογίας του πολέμου τα τείχη έχασαν σταδιακά την οχυρωματική τους σημασία και τον 19ο αιώνα θεωρήθηκαν εμπόδιο στην ανάπτυξη της πόλης. Με την κατεδάφιση του θαλάσσιου τείχους το 1870 και τις καθαιρέσεις εν συνεχεία τμημάτων του ανατολικού και δυτικού τείχους ως τις αρχές του 20ου αώνα συντελέστηκε η καταστροφή της μισής σχεδόν περιμέτρου των τειχών της Θεσσαλονίκης.

Η πόλη ξανάγινε Ελληνική το 1912. Αλλά τότε πλέον τα τείχη δεν εξυπηρετούσαν κανένα στρατιωτικό σκοπό ενώ ένα μεγάλο μέρος είχε ήδη κατεδαφιστεί από τους Τούρκους τις προηγούμενες δεκαετίες.


Δομικά, Αρχιτεκτονικά, Οχυρωματικά Στοιχεία

Τα τείχη έχουν σχήμα τραπεζίου και η περίμετρος τους ήταν περίπου 7 χιλιόμετρα, σήμερα όμως έχουν περιοριστεί σε 3 χιλιόμετρα. Το ύψος τους κυμαίνεται από 8,30 μέτρα ως 10,50 μέτρα.

Ενισχυμένο κατά διαστήματα με πύργους και πύλες ήταν διπλό, τουλάχιστον στις πιο πεδινές περιοχές, με το εσωτερικό κυρίως τείχος, το "ενδότερον" και το εξωτερικό "περιτείχιον" ή "προτείχισμα" ή "περίβολο" σε απόσταση 10 μ. Το θαλάσσιο τμήμα του δεν είχε πύλες, ενώ στο εσωτερικό τεχνητό λιμάνι του Μεγάλου Κωνσταντίνου υπήρχε χαμηλό τείχος προς την πόλη και ένας λιμενοβραχίονας, το "Τζερέμπουλον", προς τη θάλασσα.

Είναι χτισμένα με πέτρες και κονίαμα, αλλά και με επαναλαμβανόμενες σειρές από πλατιές οριζόντιες ζώνες από τούβλα που αυξάνουν τη στερεότητα τους και λειαίνουν τις επιφάνειες. Σε μερικά τμήματα εκτός από τις ζώνες με τούβλα υπάρχουν και επαναλαμβανόμενα τυφλά τόξα πλινθόκτιστα, ενώ αλλού ολόκληρη η κατασκευή είναι με τούβλα. Σε ορισμένες περιπτώσεις αυτά διακοσμούνται με σταυρούς, ήλιους, πυροστρόβιλους κά.

Την περίοδο της Τουρκοκρατίας οικοδομήθηκε μέρος των τειχών με απλούς πλίνθους. Σε κάποια σημεία σώζεται ένα μικρό μέρος του τείχους σε απόσταση 4-6 μέτρων από το βασικό τείχος και ονομάζεται προτείχισμα. Το προτείχισμα διευκόλυνε τους πολιορκούμενους καθώς ήταν δύσκολη η προσβολή από τις πολιορκητικές μηχανές, μπροστά από αυτό υπήρχε τάφρος με νερό.

Από τους πύργους σώζονται περίπου οι 60. Όλοι έχουν τετράγωνη διατομή εκτός από τον Λευκό Πύργο και τον πύργο Τριγωνίου. Αυτοί οι δύο θεωρούνται χτίσματα του 15ου αιώνα και έχουν χτιστεί πάνω σε παλαιότερους πύργους.


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου