Σελίδες

23 Μαρτίου 2021

Τείχη Κομοτηνής


Στην Κομοτηνή δεν υπάρχει πλέον κάστρο, υπάρχουν υπολείμματα του Βυζαντινού τείχους που περικλείουν -σχεδόν- μια έκταση δύο μεγάλων οικοδομικών τετραγώνων στο κέντρο της πόλης.

Κάποια κομμάτια είναι περιφραγμένα και υπό αναστήλωση, ενώ κάποια άλλα βρίσκονται σε αυλόγυρο γυμνασίου, σε περίβολο εκκλησίας, σε δημοτικό πάρκινγκ.

Τα τείχη είναι τα ό,τι απόμεινε από μια υστεροβυζαντινή καστροπολιτεία που δημιουργήθηκε στις αρχές του 14ου αιώνα μετά την καταστροφή της γειτονικής Μοσυνούπολης.

Η πόλη δεν υπήρχε κατά την μεσοβυζαντινή περίοδο και φαίνεται απίθανο να ισχύει η επικρατούσα άποψη σύμφωνα με την οποία ιδρύθηκε κατά τους πρωτοβυζαντινούς χρόνους.

Το κάστρο παρέμεινε σε σχετικά καλή κατάσταση μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα όπως μαρτυρούν φωτογραφίες της εποχής. Μετά, στο όνομα της προόδου, μεγάλο μέρος του καταστράφηκε.


Χρονολόγηση

Η χρονολόγηση του κάστρου είναι προβληματική. Η κυρίαρχη άποψη είναι ότι ανεγέρθηκε κατά την Πρωτοβυζαντινή περίοδο, στο τελευταίο τέταρτο του 4ου αιώνα μ.Χ. επί βασιλείας Μεγάλου Θεοδοσίου Α’ (379-395 μ.Χ.) ή λίγο πριν, το μικρό διάστημα που ο Θεοδόσιος ήταν ύπαρχος της praefectura praetorio per Illyricum με έδρα τη Θεσσαλονίκη.

H χρονολόγηση αυτή βασίζεται σε εντοιχισμένη επιγραφή σε πύργο της βόρειας πλευράς που έγραφε Θεοδοσίου κτίσμα. Την επιγραφή είχε ανακαλύψει, όταν ακόμα ήταν φοιτητής, ο ιστορικός και λαογράφος Στίλπων Κυριακίδης ο οποίος ήταν από την Κομοτηνή. Σήμερα, ατυχώς, δεν σώζεται ούτε ο πύργος ούτε η επιγραφή.
Ένας άλλος λόγος που συνηγορεί σε αυτή τη χρονολόγηση είναι η διάταξη και ο σχεδιασμός του οχυρού που παραπέμπει σε ένα τυπικό ρωμαϊκό φρούριο της ύστερης αρχαιότητας. Πρόκειται για ένα αντιπροσωπευτικό τετραπύργιον ή quadriburgium σε επίπεδο έδαφος, με σχεδόν τετράγωνη κάτοψη, με ορθογωνικούς πύργους στις πλευρές και κυλινδρικούς στις γωνίες. Ερείπια από τέτοια quadriburgia και castra με διαρρύθμιση πανομοιότυπη με αυτήν της Κομοτηνής έχουν εντοπιστεί σε όλη την άλλοτε επικράτεια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, από τη Βρετανία μέχρι την Ιορδανία.

Αν αληθεύει αυτή η χρονική τοποθέτηση, το τείχη περιέβαλλαν αρχικά ρωμαϊκό στρατόπεδο και όχι οικισμό. Κρίνοντας από το μέγεθος, πρέπει να φιλοξενούσε υπό κανονικές συνθήκες περί τους 500 άντρες και εν ανάγκη (λ.χ. σε περιόδους εκστρατείας) πολύ περισσότερους. Παρόμοια κάστρα σε άλλα σημεία της αυτοκρατορίας είναι γνωστό ότι ήταν έδρα λεγεώνας ή τουλάχιστον κοόρτης. Στη Ροδόπη δεν ήταν εγκατεστημένη μόνιμα κάποια λεγεώνα, οπότε το φρούριο (αν ήταν όντως του 4ου αιώνα) ίσως ήταν κέντρο διαμονής διερχομένων μονάδων ή ένα από τα στρατόπεδα όπου περνούσαν το χειμώνα μονάδες (castra hiberna) που κανονικά στάθμευαν στις παραδουνάβιες χώρες.

Το πρόβλημα είναι ότι η χρονολόγηση αυτή δεν πρέπει να είναι σωστή. Είναι πιθανό να υπήρχε ένα πρωτοβυζαντινό/ρωμαϊκό φρούριο στο σημείο εκείνο, αλλά αποκλείεται τα τείχη του να παρέμειναν όρθια μέχρι τον 20ο αιώνα, έστω και με κάποιες επισκευές. Στη Μεσοβυζαντινή περίοδο δεν υπήρχε εκεί ούτε κάποιο άξιο λόγου φρούριο ούτε κάποιο άξιο λόγου πόλισμα ούτε καν σταθμός επί της Εγνατίας. Η πεποίθηση αυτή στηρίζεται στα εξής σημεία:

    Στην τοιχοποιία του κάστρου υπάρχουν κατασκευαστικές λεπτομέρειες που δεν ανήκουν σε τόσο πρώιμη εποχή. Η πιο χαρακτηριστική από αυτές είναι η διαμόρφωση/διακόσμηση της περιμέτρου των τοξωτών ανοιγμάτων με τούβλα, ένα στοιχείο που δεν ήταν σε χρήση πριν τον 6ο αιώνα. Πάντως τέτοιες λεπτομέρειες, ομολογουμένως, δεν είναι καθοριστικές καθώς μπορεί να οφείλονται σε μεταγενέστερες προσθήκες και επισκευές (παρόλο που δεν φαίνεται να υπήρξαν προσθήκες).

    Κάτι που κάνει απίθανη την κατασκευή στον 4ο αι. είναι η σχετικά καλή κατάσταση του φρουρίου μέχρι τον 20ο αιώνα. Αν υπήρχε όντως ρωμαϊκό φρούριο του τέλους του 4ου αιώνα, αποκλείεται να μην καταστράφηκε στους επόμενους αιώνες. Ήδη λίγες δεκαετίες μετά την υποτιθέμενη κατασκευή του, οι Ούννοι σάρωσαν κατ’ επανάληψιν την περιοχή. Και ως γνωστόν, δεν άφηναν τίποτα όρθιο στο πέρασμά τους. Αλλά και τους επόμενους αιώνες η περιοχή υπήρξε θέατρο ιστορικών συγκρούσεων και σημείο διελεύσεως όλων των βαρβαρικών φύλων που ορέγονταν τη Βασιλεύουσα. Δεν υπάρχει περίπτωση ένα κάστρο καταμεσής στον κάμπο και πάνω στον κύριο δρόμο που οδηγούσε στην Πόλη να έμεινε ανέπαφο από το 4ο έως τον 20ο αιώνα. Δηλαδή για 1500 χρόνια. (Και να μην άκουσε γι’ αυτό ποτέ κανείς.)

    Η τελευταία μεγάλη καταστροφή από την οποία δεν θα μπορούσε να είχε γλυτώσει το κάστρο αν, υπήρχε, ήταν το 1206 όταν οι Βούλγαροι κατέστρεψαν συστηματικά όλα τα φρούρια στη Θράκη. Τότε έσβησε από το χάρτη η γειτονική Μοσυνούπολη. Η Κομοτηνή τότε γλύτωσε, επειδή απλά δεν υπήρχε.
    Δεν υπάρχει καμιά μαρτυρία ούτε ένδειξη για ύπαρξη κάστρου ή οικισμού πριν το 1343. Δεν υπάρχει περίπτωση να προϋπήρχε στο σημείο αυτό φρούριο με 16 πύργους και να μην το πρόσεξε κανείς επί δέκα αιώνες.

    Ο ιστορικός Προκόπιος στο Περί κτισμάτων έργο του όπου καταγράφει όλα τα φρούρια που ήταν σε χρήση επί Ιουστινιανού (τον 6ο αιώνα) αγνοεί τα Κουμουτζηνά, ενώ δε παραλείπει άλλα, πολύ μικρότερα, στη Θράκη. Η Tabula Peutingeriana (Χάρτης του Πόιτινγκερ, μεσαιωνικό αντίγραφο χάρτη του 4ου/5ου αι.), που απεικονίζει όλα τα σημεία επί των ΡωμαΙκών οδών, δεν έχει τίποτα για την Κομοτηνή ενώ σημειώνει άλλα κοντινά κάστρα όπως το Ακόντισμα και την Τόπειρο .

    Θα μπορούσε βεβαίως να υποθέσει κανείς ότι η Κομοτηνή δεν ήταν τότε σημαντική πόλη και γι’ αυτό δεν αναφέρεται πουθενά. Όμως το κάστρο για τα μεσαιωνικά δεδομένα ήταν μεγάλο και ισχυρό. Ένα μέρος με τέτοιο κάστρο θα ήταν εξ ορισμού σημαντικό και αξιομνημόνευτο και θα είχε αφήσει ένα ελάχιστο ιστορικό ίχνος με πολιορκίες, μάχες, ακόμα και εκκλησιαστικές διενέξεις.

    Η μη σωζόμενη επιγραφή «Θεοδοσίου κτίσμα» δεν είναι αρκετή για να κλειδώσει χρονολογικά την κατασκευή στο τέλος του 4ου αιώνα. Καταρχήν, θα μπορούσε ο αναγραφόμενος κτήτωρ να ήταν ο Θεοδόσιος Β’ (408-450) ο οποίος δεν υπήρξε «Μέγας» όπως ο παππούς του αλλά -ας μην ξεχνάμε ότι- επί των ημερών του κατασκευάστηκαν τα τείχη της Κωνσταντινούπολης, το κατά τεκμήριο ισχυρότερο κάστρο όλων των εποχών. Επιπλέον το όνομα ήταν πολύ κοινό: θα μπορούσε ο Θεοδόσιος να ήταν ο πρωτομάστορας του έργου ή κάποιος τοπικός άρχων της Παλαιολόγειας εποχής.

    Έχω την εντύπωση ότι αν την επιγραφή βεβαίωνε κάποιος άλλος και όχι ο Στ. Κυριακίδης, δεν θα λαμβανόταν σοβαρά υπόψη.

Για όλους τους παραπάνω λόγους πιστεύουμε ότι το κάστρο αποκλείεται να είναι του 4ου αιώνα. Θα μπορούσε να είναι του 10ου ή του 11ου αιώνα όταν κτίστηκαν άλλα κάστρα στη Θράκη, όπως της Γλαύκης. Αλλά αφενός δεν υπάρχει καμιά ένδειξη γι’ αυτό και αφετέρου θα είχε καταστραφεί το 1206.

Οπότε η πιο πιθανή χρονική περίοδος κατασκευής του έργου είναι το τέλος του 13ου αιώνα με αρχές του 14ου.

Οι Βυζαντινοί ανακατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη το 1261 και ξεκίνησε η Παλαιολόγειος περίοδος του Βυζαντίου. Ήταν μια δύσκολη περίοδος με πολύ σοβαρά προβλήματα. Παραδόξως, ήταν επίσης μια περίοδος ανασυγκροτήσεως και έντονης οικοδομικής δραστηριότητας.

Το κάστρο της Κομοτηνής δημιουργήθηκε σε αυτήν την περίοδο. Η πιο πιθανή χρονολογία είναι το 1304-1305 επί βασιλείας του Ανδρόνικου Β’ Παλαιολόγου. Στο διάστημα αυτό είναι γνωστό πως ο πρωτοστράτορας Μιχαήλ Δούκας Γλαβάς Ταρχανειώτης κατασκεύασε ή ανακατασκεύασε 15 κάστρα στη Θράκη. Δεν γνωρίζουμε ποια ακριβώς. Τα Κουμουτζηνά θα μπορούσε να είναι ένα από αυτά.

Βέβαια δεν αποκλείεται καθόλου να υπήρχε πραγματικά ένα ρωμαϊκό φρούριο στο σημείο εκείνο και το βυζαντινό οχυρό να ακολούθησε τη χάραξη του παλιού φρουρίου. Αυτό είναι απλά μια υπόθεση που εξηγεί γιατί ακολουθήθηκαν τα ρωμαϊκά πρότυπα κατασκευής castrum.


Τοποθεσία & Στρατηγική Σημασία

Σε διάφορες ιστοσελίδες και δημοσιεύσεις επισημαίνεται ότι το κάστρο της Κομοτηνής βρισκόταν σε «στρατηγικής σημασίας σημείο».

Δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Τα περάσματα της Ροδόπης προς Βορράν είναι πολύ μακριά και δεν μπορεί το κάστρο να φύλαγε τις ορεινές διαβάσεις από τον κάμπο και από απόσταση δέκα χιλιομέτρων. Επίσης, έχει διατυπωθεί η υπόθεση ότι προστάτευε τη γειτονική Μοσυνούπολη που υπήρξε η πιο σημαντική βυζαντινή πόλη της Ροδόπης και είναι 7 χιλιόμετρα προς τα δυτικά. Αλλά και πάλι, δεν μπορεί να ευσταθεί ο ισχυρισμός για εξ αποστάσεως προστασία. Εξάλλου η Μοσυνούπολις είχε τη δική της οχύρωση που ήταν πολύ μεγαλύτερη (και από την οποία σώζονται ελάχιστα).

Η εγγύτητα όμως με τη Μοσυνούπολη είναι ο λόγος που επελέγη η τοποθεσία για την κατασκευή του κάστρου. Αλλά κατά τα άλλα η θέση δεν έχει καμιά ιδιαίτερη στρατηγική αξία. Χτίστηκε γιατί έπρεπε να κτιστεί ένα κάστρο εκεί κοντά, κατά προτίμηση επί της Εγνατίας.

Για την επιλογή του σημείου έπαιξε πάντως ρόλο το γεγονός ότι υπήρχε δίπλα ένα μικρό ποτάμι (μια από τις προδιαγραφές των ρωμαϊκών φρουρίων). Επί Τουρκοκρατίας, η ονομασία του ρέματος, που ήταν παρακλάδι του ποταμού Βοσβόζη, ήταν «Μπουκλουτζάς» που σημαίνει Σκατοπόταμος. Σήμερα δεν υπάρχει, μπαζώθηκε και έγινε δρόμος τη δεκαετία του 1960.
Το Όνομα του Κάστρου

Ο πρώτος που απεκάλεσε την Κομοτηνή «Κομοτηνή» ήταν ο Βυζαντινός ιστορικός Νικηφόρος Γρηγοράς στο έργο του Ρωμαϊκή Ιστορία, στο κεφάλαιο όπου εξιστορεί τα γεγονότα του βυζαντινού εμφυλίου της περιόδου 1341-1347 με πρωταγωνιστή τον μετέπειτα αυτοκράτορα Ιωάννη ΣΤ’ Καντακουζηνό, όπου γράφει ...προσάγων δὲ καὶ πεῖράν τινα ταῖς ἐκεῖ πόλεσιν εἷλε καθ' ὁμολογίαν πόλεις δύο, τήν τε Κομοτηνὴν καὶ τὴν Γρατιανοῦ καλουμένας..

Το κομμάτι της «Ρωμαϊκής Iστορίας» που αφορά τα γεγονότα στη Ροδόπη γράφτηκε περί το 1351. Το επισημαίνουμε, γιατί αυτή είναι η χρονική στιγμή που η πόλη της Κομοτηνής εμφανίζεται για πρώτη φορά στην ιστορία. Η πληροφορία αυτή έχει σημασία και για τη σωστή χρονολόγηση του κάστρου της.

Στο ίδιο έργο του Γρηγορά γίνεται άλλες δύο σύντομες αναφορές στην πόλη χρησιμοποιώντας μια παραλλαγή του ονόματος στη γενική: «των Κομοτηνών».

Ο ίδιος ο Ιωάννης Καντακουζηνός, αργότερα (μετά το 1360), ως εκπεσών πλέον αυτοκράτωρ και ως μοναχός (με το όνομα Ιωάσαφ) συνέγραψε ένα δικό του ιστορικό έργο (Ιστορίαι), κάτι σαν απομνημονεύματα, όπου γράφει για την Κομοτηνή: «Κουμουτζηνά, πόλισμα της Θράκης ου πολύ απωκισμένον της θαλάσσης».

Φαίνεται πως το Βυζαντινό όνομα ήταν Κουμουτζηνά όπως το μεταφέρει ο Καντακουζηνός που ήταν σε θέση να το ξέρει από πρώτο χέρι. Ο Γρηγοράς το απέδωσε ως «Κομοτηνή» είτε για να το εξευγενίσει σε κάτι πιο λόγιο είτε επειδή δεν μπήκε στον κόπο να το ελέγξει.

Δεν γνωρίζουμε την προέλευση της ονομασίας «Κουμουτζηνά». Πιθανώς προέρχεται από κάποιον γαιοκτήμονα της περιοχής (Κουμουτζής;) δεδομένου ότι η κατάληξη -ηνά χρησιμοποιείται για την ιδιοκτησία κάποιου. Δεν αποκλείεται να προέρχεται από τον βυζαντινό τίτλο Κόμης (τίτλος τοπάρχη προερχόμενος από το λατινικό Comes) που παρεφθάρη σε Κομηζ-Κομ’τζ-Κουμτζής-Κουμουτζής. Πάντως περί αυτού μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε.

Ένα Οθωμανικό κείμενο του 15ου αιώνα, «Το χρονικό του Ουμούρ Πασά» (Düstürnâme-i Enverî), μας δίνει πολλές πληροφορίες για τα γεγονότα εκείνου του εμφυλίου αναφέροντας την Κομοτηνή ως «Γκιουμουλτζίνα», ονομασία που είχε η πόλη σε όλη την Τουρκοκρατία (τουρκιστί Gümülcine). Υπάρχει η άποψη ότι η τουρκική λέξη σημαίνει γούβα, αλλά μάλλον πρόκειται για παραφθορά της ελληνικής ονομασίας του 14ου αιώνα. Σημειωτέον ότι ο Ουμούρ πασάς ήταν ο Τούρκος εμίρης του Αϊδινίου (1334-1348) τον οποίο ο Καντακουζηνός έκανε το ολέθριο σφάλμα να τον εμπλέξει στον ελληνικό εμφύλιο ως σύμμαχο.

Με την απελευθέρωση της πόλης το 1920, το ελληνικό όνομα που επελέγη ήταν «Κομοτηνή». Έτσι νονός της σύγχρονής Κομοτηνής υπήρξε ο Νικηφόρος Γρηγοράς και γι’ αυτό φαίνεται έχει δοθεί το όνομά του σε κεντρική οδό της πόλης -δίπλα στα τείχη.
Ιστορία

Όπως προαναφέρθηκε η Κομοτηνή αναφέρεται για πρώτη φορά από ιστορικές πηγές του 14ου αιώνα. Ο Νικηφόρος Γρηγοράς γράφει «ἔδοξε καὶ τῷ βασιλεῖ Καντακουζηνῷ περὶ Μοσινούπολιν, ἐξιόντι Κομοτηνῶν τῆς πολίχνης, πήξασθαι τὸ στρατόπεδον, κἀνταῦθα περὶ τῶν πρακτέων βουλεύσασθαι». Αυτό έγινε το 1343. Η Κομοτηνή μνημονεύεται ακροθιγώς και σε λίγα ακόμα επεισόδια εκείνης της περιόδου σαν καταφύγιο ή ορμητήριο του Ιωάννη Καντακουζηνού και του γιου του Ματθαίου.

Ο λόγος που δημιουργήθηκε το κάστρο της Κομοτηνής ήταν η καταστροφή της Μοσυνούπολης από τον τσάρο τον Βουλγάρων Ιβάν Α’ (γνωστός επίσης ως Καλογιάν ή Καλοϊωάννης ή Ιωαννίτζης ή Σκυλογιάννης). Αυτό συνέβη το 1206 όταν ο Σκυλογιάννης στον πόλεμο που έκανε εναντίον των Λατίνων είχε καταστρέψει πολλά κάστρα της Θράκης και όλα τα φρούρια επί της Εγνατίας.

Μετά από εκείνη την καταστροφή, η Μοσυνούπολη δεν ερήμωσε εντελώς ούτε εγκαταλείφθηκε δεδομένου ότι αναφέρεται από τις πηγές τον 13ο αιώνα ενώ το 1294 ήταν η πρωτεύουσα του θέματος Βολερού. Προφανώς όμως ήταν πλέον ανοχύρωτη και η ανοικοδόμηση των τειχών ίσως να κρίθηκε ασύμφορη. Η οχύρωση της Μοσυνούπολης, διαστάσεων 730✖400 μ, ήταν πολύ μεγαλύτερη από αυτήν της Κομοτηνής. Οπότε επελέγη η τοποθεσία της Κομοτηνής για την κατασκευή μιας πιο σύγχρονης, πιο μικρής και πιο φθηνής οχύρωσης. Οι κάτοικοι της Μοσυνούπολης μετακινήθηκαν στη νέα προστατευμένη θέση και τότε η παλιά πόλη ερήμωσε οριστικά. Ο Καντακουζηνός στα απομνημονεύματά του γράφει ότι όταν στρατοπέδευσε εκεί (το 1343) βρήκε τη Μοσυνούπολη «πόλιν παλαιάν, εκ πολλών ετών κατεσκαμμένην».

Η υστεροβυζαντινή φάση της Κομοτηνής υπήρξε σύντομη. Το 1363 κυριεύτηκε από τους Τούρκους. Επικεφαλής των κατακτητών ήταν ο Γαζή Αχμέτ Εβρενός, γόνος εξισλαμισμένου κλάδου της βυζαντινής οικογένειας των Ουρανών και ηγέτης των Οθωμανικών δυνάμεων στην πρώτη φάση της κατάκτησης των Βαλκανίων (είχε προηγηθεί η κατάληψη της Αδριανούπολης, της Φιλιππούπολης, του Διδυμοτείχου).

Για ένα διάστημα, η πόλη έγινε έδρα του Γαζή Εβρενός ο οποίος έχτισε διάφορα κοινωφελή κτίρια όπως το Εσκί Τζαμί (δίπλα στο τείχος), το Ιμαρέτ (Πτωχοκομείο,τη δεκαετία του 1370) και χαμάμ. Για τις κατασκευές αυτές χρησιμοποιήθηκε οικοδομικό υλικό από το μέρος των τειχών που είχε γκρεμιστεί κατά την εκπόρθηση της πόλης το 1363.

Η Κομοτηνή υπήχθη στο βιλαέτι Αδριανουπόλεως και έγινε έδρα του ομώνυμου καζά. Από την αρχή της Τουρκοκρατίας, η πόλη αναπτύσσεται γρήγορα και επεκτείνεται και έξω από τα τείχη. Στη σύνθεση του πληθυσμού σύντομα κυριάρχησε το μουσουλμανικό στοιχείο εξαιτίας του εποικισμού από άλλες περιοχές και του εξισλαμισμού των Πομάκων. Σύμφωνα με απογραφή του 1519, η Κομοτηνή είχε 393 μουσουλμανικά νοικοκυριά, 42 χριστιανικά και 19 Εβραϊκά.

Οι χριστιανοί ζούσαν έξω από το κάστρο στη συνοικία «Βορόσι». Η ονομασία αυτή ήταν συνηθισμένη επί Τουρκοκρατίας για τις εκτός κάστρου χριστιανικές συνοικίες. Τη συναντάμε και σε άλλες πόλεις (Ρέθυμνο, Έδεσσα κλπ). Συνοικία με το όνομα Βορόσι υπάρχει ακόμα στην Κομοτηνή.
Το μόνο χριστιανικό οικοδόμημα εντός του φρουρίου της Κομοτηνής ήταν ο Ναός της Κοιμήσεως χτισμένος το 1800 στη θέση παλιότερου μεταβυζαντινού ναού την ύπαρξη του οποίου καταγράφει ο Γάλλος περιηγητής Pierre Belon το 1548.

Το 1667-8, πέρασε από εδώ ο Τούρκος περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή που περιγράφει -μάλλον με μια τάση υπερβολής- μια πόλη σε μεγάλη ακμή με 4000 σπίτια, 16 μαχαλάδες, 11 τζαμιά, 2 ιμαρέτ, 17 χάνια (καραβάν σεράι) και 400 μαγαζιά!

Στην πόλη υπήρχε από τον 16ο αιώνα και εβραϊκή κοινότητα αποτελούμενη από Σεφαραδίτες Εβραίους. Στις αρχές του 20ου αιώνα η κοινότητα έφτασε να αριθμεί 1200 άτομα. Η εβραϊκή συνοικία λεγόταν «Εβραγιά» και βρισκόταν εξ ολοκλήρου εντός των τειχών. Η συναγωγή χτισμένη τον 18ο αιώνα ήταν απέναντι από τον Ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου, μεσοτοιχία με τα δυτικά τείχη. Η κοινότητα εξοντώθηκε στο Ολοκαύτωμα, και η Συναγωγή μετά τον πόλεμο ερείπωσε και το 1994 κατεδαφίστηκε. Κρίμα, γιατί ήταν ένα μοναδικό στο είδος του μνημείο.

Η μακραίωνη τουρκική κατοχή τερματίστηκε τον Οκτώβριο του 1912, αλλά η περιοχή με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου του 1913 παραχωρήθηκε στη Βουλγαρία. Ευτυχώς, η έκβαση του Α’ Πολέμου άλλαξε τις ισορροπίες και στις 14 Μαΐου 1920 η Κομοτηνή μαζί με την υπόλοιπη Ανατολική Θράκη ενώθηκε με την Ελλάδα.

Όπως είπαμε από την αρχή, τα τείχη του κάστρου της Κομοτηνής διατηρήθηκαν σε σχετικά καλή κατάσταση μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα αν εξαιρέσουμε τις μικρής εκτάσεως ζημιές κατά την κατάκτηση του 1363.
Μετά όμως άρχισε το γκρέμισμα στο όνομα της προόδου: Το 1910 λιθολογήθηκαν πύργοι και επάλξεις της νότιας και δυτικής πλευράς από τους Τούρκους για την κατασκευή του κτιρίου της Μεραρχίας. Μεταξύ 1913-1918, οι Βούλγαροι κατεδάφισαν πύργους και μέρος του ιστορικού τεμένους. Το 1923, επί Ελληνικής Διοικήσεως, κατεδαφίστηκαν σχεδόν ολόκληρη η βόρεια πλευρά και μέρος της ανατολικής. Τέλος, το 1950 κατεδαφίστηκε τμήμα της νότιας πλευράς με σκοπό τη διάνοιξη οδού Σοφούλη που διασχίζει σήμερα το κάστρο, ενώ υλικό από το Κάστρο αφαιρέθηκε συστηματικά προκειμένου να αξιοποιηθεί ως οικοδομικό υλικό για άλλες κατασκευές. Σαν να μην έφτανε αυτό, πολλές οικοδομές ακόμα ακόμα και κατασκευασμένες σχετικά πρόσφατα -μεταπολεμικά- στηρίχτηκαν πάνω στο κάστρο. Σήμερα, η περιοχή εντός των τειχών περιλαμβάνει δημόσιους χώρους και ιδιωτικές ιδιοκτησίες. Τα τείχη για πολλά χρόνια ήταν παραμελημένα και σε άθλια κατάσταση.

Τα τελευταία χρόνια έχει ξεκινήσει μια σοβαρή προσπάθεια συντήρησης και αποκατάστασης. Η ανάπλαση της περιοχής εξωτερικά και περιμετρικά του βυζαντινού τείχους της Κομοτηνής, προϋπολογισμού 1.220.000 ευρώ, εντάχθηκε στο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα της Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης 2014-2020.
Δομικά, Αρχιτεκτονικά, Οχυρωματικά Στοιχεία

Η κάτοψη του κάστρου είναι σχεδόν τετράγωνη. Τα μήκη των πλευρών ήταν: δυτική 125μ., βόρεια 118μ., ανατολική 131μ., νότια 116μ.
Η περίμετρος συνολικού μήκους 490 μέτρων περιέκλειε μια έκταση 15,5 στρεμμάτων.
Η νότια πλευρά αποκλίνει από την ευθεία στο ανατολικό άκρο δημιουργώντας μια στρέβλωση στην νοτιοανατολική γωνιά του τετραγώνου της κάτοψης.

Το κάστρο της Κομοτηνής είχε συνολικά δεκαέξι πύργους, από τους οποίους οι δώδεκα ήταν ορθογωνικοί και οι τέσσερις κυκλικοί. Οι κυκλικοί -διαμέτρου 6,5μ- ήταν στις γωνίες και οι υπόλοιποι κατά μήκος των πλευρών, τρεις σε κάθε πλευρά. Ενδεχομένως η ανατολική πλευρά να είχε έναν επιπλέον πύργο, δηλαδή ίσως οι ορθογωνικοί πύργοι να ήταν τελικά 13.
Το ύψος των τειχών έφτανε στα 9,60μ. Είχε δυο κύριες εισόδους στην ΝΔ και την ΝΑ πλευρά, ενώ υπήρχαν και δυο μικρότερες στις άλλες δυο πλευρές.


Οι ορθογωνικοί πύργοι προεξείχαν από το τείχος 4,5μ με 5,5μ και το πλάτος τους κυμαίνεται από 6,5μ έως 8,5μ.

Ο περίδρομος βρισκόταν 8,5-9μ. πάνω από το έδαφος, ενώ στους πύργους υπερυψωνόταν κατά 1,3 μ. αφού παρεμβάλλονταν 4 ή 5 σκαλοπάτια. Το τείχος κατέληγε σε οδοντωτές επάλξεις πάχους 60εκ. που δεν σώζονται. Το πλάτος του περιδρόμου ήταν 2 μέτρα. Το συνολικό πάχος του τείχους ήταν 2,60 μέτρα . Οι προεξέχοντες αμυντικοί πύργοι έφεραν τοξωτά ανοίγματα πλάτους 1μ. προς την εσωτερική πλευρά του περιβόλου. Η βάση τους βρισκόταν στο ύψος της δεύτερης ζώνης πλίνθων, δηλαδή 2,5 μ. πάνω από το αρχικό έδαφος, και επικοινωνούσαν με το εσωτερικό με κάποια μη μόνιμη κατασκευή, πιθανότατα ξύλινη σκάλα.

Η δομή του τείχους ακολουθεί το μεικτό σύστημα (opus mixtum): λίθινη τοιχοποιία στην οποία παρεμβάλλονται οριζόντιες ζώνες πλίνθων. Οι παρειές του είναι κατασκευασμένες από λειασμένες ποταμίσιες κροκάλες και έχουν χαρακτηριστικά κανονικού χτισίματος στο πλέξιμο λίθων, ενώ το εσωτερικό είναι γεμάτο με λιθόδεμα (κάτι σαν σκυρόδεμα αλλά με μεγάλες πέτρες αντί για χαλίκι). Σε όλη την κατασκευή χρησιμοποιήθηκε ασβεστοκονίαμα ως συνδετικό υλικό.


Στην τοιχοποιία παρεμβάλλονται, σε όλο το μήκος των τειχών, 3 οριζόντιες ζώνες από πλίνθους (τούβλα) πλάτους 30εκ περίπου. Κάθε ζώνη έχει έχει 4 στρώσεις τούβλα που είναι εκτείνονται σε όλο το πάχος του τείχους. Η πρώτη ζώνη βρίσκεται 1,5μ πάνω από την θεμελίωση, η επόμενη επαναλαμβάνεται 1,8μ πιο πάνω, και η τελευταία 3μ. ψηλότερα. Οι πύργοι διαθέτουν μία επιπλέον ζώνη πλίνθων στο ύψος του περιδρόμου.

Αυτό το μεικτό σύστημα δόμησης με εναλλασσόμενες οριζόντιες, παράλληλες ζώνες από πέτρα και τούβλα ήταν γνώρισμα της Βυζαντινής αρχιτεκτονικής όλων των περιόδων. Ξεκίνησε να εφαρμόζεται από τους ρωμαϊκούς χρόνους, τον 3ο ή τον 2ο αι. π.Χ. Το πιο θεαματικό παράδειγμα εφαρμογής του μικτού συστήματος είναι τα τείχη της Κωνσταντινούπολης.

Σημείωση: Ο σκοπός της χρήσης των πλίνθων σε εμβόλιμες παράλληλες στρώσεις δεν είναι ακριβώς γνωστός. Οι ισχυρισμοί ότι χάρη σε αυτές της ζώνες ενισχυόταν η στατική αντοχή της κατασκευής ή ότι απορροφούσαν τους κραδασμούς ή ότι στεγανοποιούσαν το τείχος δεν φαίνεται να είναι σωστοί. Ίσως όμως οι κατασκευαστές εκείνης της εποχής να είχαν τη λανθασμένη εντύπωση ότι ισχύει κάτι από αυτά. Το γεγονός ότι οι ζώνες πλίνθων ήταν και ένα στοιχείο διακόσμησης της κατασκευής είναι μια παράμετρος αλλά δεν μπορεί να είναι η αποκλειστική αιτία χρήσης τους. Είναι πιθανό οι ζώνες να ήταν χρήσιμες κατά την κατασκευή του έργου, π.χ. για την ελεγχόμενη ανύψωση του τοίχου σε ισοϋψή επίπεδα ή ίσως να ήταν τα σημεία όπου στήνονταν οι σκαλωσιές.

Η θέση και το περίγραμμα του κάστρου φαίνονται στο παρακάτω σχεδιάγραμμα της κάτοψης. Με κίτρινο παρασταίνεται ο αρχικός περίβολος και με κόκκινο τα εναπομείναντα τμήματα των τειχών.

Πηγές

    Ιστοσελίδα Δήμου Κομοτηνής - Ιστορικά Μνημεία
    Giannis Vassiliadis, ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΚΟΜΟΤΗΝΗΣ : ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ, 4th I NTERNATIONAL SYMPOSIUM ON THRACIAN STUDIES, Byzantine Thrace Evidence and Remains, Komotini, 18-22 April 2007, VERLAG ADOLF M. HAKKERT - AMSTERDAM 2011
    Νικηφόρος Γρηγοράς Historia Romana, ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΤΟΥ ΓΡΗΓΟΡΑ ΡΩΜΑΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
    Ιωάννης Κανατκουζηνός “Ιστορίαι”
    Στίπλων Κυριακίδης, Ομιλία 1954, Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΟΜΟΤΙΝΗΣ
    Ιστοσελίδα xronos.gr - Το σχέδιο για την ανάδειξη του ιστορικού κέντρου Κομοτηνής






 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου