Σελίδες

02 Οκτωβρίου 2021

Μυοσκελετικοί Πόνοι: Ένα σύγχρονο ζήτημα


Σε παγκόσμια κλίμακα, στις σύγχρονες κοινωνίες, σύμφωνα με τον  Π.Ο.Υ. (Παγκόσμιο  Οργανισμό  Υγείας) ο χρόνιος πόνος αφορά στο 35% του πληθυσμού.

Ο μυοσκελετικός πόνος είναι αυτός που αποτελεί το μεγαλύτερο ποσοστό του συνόλου του χρόνιου πάσχοντος στον πόνο, με κύρια παθολογία: τον πόνο στην μέση (οσφυαλγία) με ποσοστό 39%, πόνο στο κεφάλι/ αυχένα (κεφαλαλγία-αυχεναλγία) 31%, πόνο στον ώμο (ωμαλγία) 29%, και πόνο στα κάτω άκρα με ποσοστό 28%. Πιο επιρρεπείς στις μελέτες φαίνεται να είναι: οι γυναίκες, οι μεγαλύτερες ηλικίες και τα άτομα με χαμηλό κοινωνικοοικονομικό επίπεδο.


Στα προηγούμενα ποσοστά συχνότητας του χρόνιου μυοσκελετικού πόνου αθροίζονται και οι αθλητικές κακώσεις και θλάσεις από κόπωση, οι οποίες φτάνουν ποσοστά 40% και αφορούν σε νεότερες ηλικίες.


Από την ανάλυση των προαναφερόμενων στοιχείων φαίνεται ότι ένα μεγάλο ποσοστό  του πληθυσμού της σύγχρονης κοινωνίας έχει μειωμένη ποιότητα ζωής λόγω μυοσκελετικών πόνων εφ’ όρου ζωής ή περιστασιακά.


Ειδικά την τελευταία διετία λόγω πανδημίας, ο πληθυσμός έχει μειώσει την άσκηση, έχει αλλάξει τις συνήθειές του και έχει αυξήσει την καθιστική ζωή. Αποτέλεσμα αυτού είναι η επιπλέον αύξηση του μυοσκελετικού πόνου, τόσο λόγω της αδράνειας αλλά και λόγω της επανένταξης στη δραστηριότητα.


Τα εθνικά συστήματα  υγείας  δαπανούν  τεράστια οικονομικά ποσά για την αντιμετώπιση αυτού του είδους πόνου και αφορούν σε επίσκεψη ή νοσηλεία σε νοσοκομεία, προγράμματα αποκατάστασης, φυσικοθεραπεία, αποχή από την εργασία και φαρμακευτική αγωγή.


Αξιοσημείωτο είναι ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των ασθενών οι οποίοι υποφέρουν από μυοσκελετικό πόνο δεν επισκέπτονται  μονάδες υγείας και καταφεύγουν οι ίδιοι σε εμπειρικές θεραπευτικές μεθόδους όπως ακινητοποίηση, παγοθεραπεία ή θερμοθεραπεία, έμπλαστρα και αναλγητικές αλοιφές.


Συμπερασματικά, ένα σώμα με μειωμένους μυοσκελετικούς πόνους, έχει σίγουρα μια καλύτερη λειτουργικότητα, βιώνει μία πιο εύκολη καθημερινότητα και αυτό έχει ως αποτέλεσμα μια καλύτερη ποιότητα ζωής.


Χιώτης Ν. Ιωάννης MD, PhD, MSc/onmed.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου