19 Φεβρουαρίου 2021

Τείχη Βέροιας

Τα τείχη της Βέροιας, όπως σώζονται σήμερα, περιβάλλουν την πόλη από τη νοτιοδυτική, τη νότια, την ανατολική και τη βόρεια πλευρά της και ακολουθούν τη διαδρομή που διαμορφώθηκε κατά την περίοδο της ύστερης αρχαιότητας, όταν η πόλη για να απωθήσει επιδρομές γερμανικών φυλών στα τέλη του 3ου αιών μ.Χ., προχώρησε σε μεγάλης κλίμακας ανοικοδομήσεις και ενισχύσεις των τειχών, που συμπεριέλαβαν στο εσωτερικό τους ή κατήργησαν προϋπάρχοντα ελληνιστικά υπολείμματα οχύρωσης.

Ιστορία

Η περίμετρος του τείχους του 3ου αιώνα μ.Χ. υπήρξε η βάση των αλλεπάλληλων ανοικοδομήσεων και επισκευών που πραγματοποιήθηκαν στο πέρασμα των αιώνων (ανοικοδόμηση των τειχών από τον αυτοκράτορα Βασίλειο Β’ το 1016, επισκευή των τειχών από τον ηγεμόνα της Ηπείρου Θεόδωρο Κομνηνό Δούκα μετά την απελευθέρωση της Βέροιας, στα τέλη του 1214 ή τις αρχές του 1215).

Φαίνεται πως τον 3ο αιώνα μ. Χ. η απειλή επιδρομών από το βορρά, ανάγκασε τους κατοίκους να επιδιορθώσουν τις μεγάλες φθορές που είχαν στο μεταξύ συμβεί στο τείχος και να το δυναμώσουν με νέους πύργους, με μεγάλη βιασύνη, με τις πιο πρόχειρο αρχιτεκτονικό υλικό που βρέθηκε μπροστά τους. Ίσως μάλιστα, η μορφή αυτή της κατασκευής με την εντείχιση, ανάμεσα στους δόμους, ενός μεγάλου πλήθους από τις επιτύμβιες στύλες και άλλα αρχιτεκτονικά μέλη, να δυνάμωσε τα παλιότερα λείψανα του τείχους, στο σημείο της προσπελάσεως της πόλης, κατά την έξοδο προς τη Θεσσαλονίκη, που είχαν πάθει φθορές και ήταν ευάλωτα. Ανάμεσα στο οικοδομικό υλικό που μεταχειρίστηκαν, ήταν και αρχιτεκτονικά μέλη από μνημεία, βωμούς, ηρώα, που βρέθηκαν κοντά στο σημείο αυτό της κατασκευής και πολύ πρόχειρα τα εντείχισαν στα τείχη και στους πύργους.

Μια ειδικότερη ιστορική έρευνα, μπορεί να εντοπίσει την επιδρομή και να την ταυτίσει ίσως με την επιδρομή των Ερούλων, που συνέβη στο δεύτερο μισό του 3ου μ. Χ. αιώνα, ή να συσχετίσει την ανοικοδόμηση με τις ενέργειες των Βεροιωτών προς τον αυτοκράτορα Γαλλιηνό (253-268 μ.Χ.) για βοήθεια, όπως πληροφορούμαστε από λατινική επιγραφή που βρέθηκε στη Βέροια. Η ιστορία της Βέροιας κατά το μεσαίωνα, είναι δύσκολο ακόμα υπεύθυνα να συντεθεί, πριν ερευνηθούν συστηματικά οι πηγές και πριν μελετηθούν τα βυζαντινά και μεταβυζαντινά της μνημεία, σε σχέση με αντίστοιχα άλλων γειτονικών περιοχών.

Οι σλαβικές επιδρομές έφεραν μία γενική αναταραχή, ιδιαίτερα οι εποικισμοί Δρουγουβιτών και Σαγουδάτων ανάμεσα στη Θεσσαλονίκη και τη Βέροια, αμφίβολο όμως παραμένει αν έγινε εγκατάστασή τους μέσα στην ίδια την πόλη. Η περιοχή αυτή ονομάσθηκε Δραγαβιτία. Φαίνεται όμως ότι παρ΄ όλες τις επιδρομές, η πόλη εξακολούθησε να διατηρεί ένα μέρος από την εμπορική της ακμή.

Η πληροφορία του Κεδρηνού, ότι η αυτοκράτειρα Ειρήνη, μητέρα του Κωνσταντίνου ΣΤ΄ του Κοπρωνύμου, «και την εν Θεσσαλονίκη Βέρροιαν έκτισεν, Ειρηνόπολιν μετονομάσασα», κατά την εποχή της δεύτερης μονοκρατορίας της, του 802, αφήνει να εννοηθούν προηγούμενες καταστροφές της πόλης από σεισμό ή από τις επιδρομές. Αλλά, όπως συνηθίζεται σ΄αυτές τις περιπτώσεις, οι αλλαγές που γίνονται στις ονομασίες των πόλεων για να κολακευθεί η ματαιοδοξία των κυβερνώντων, είναι πάντα πρόσκαιρες, όταν μάλιστα επιχειρούνται σε πόλεις με ιστορική φυσιογνωμία, όπως η Βέροια. Ο ισχυρισμός του A. Struck ότι το 812, στα χρόνια του αυτοκράτορα Μιχαήλ Α΄, οι Βούλγαροι κατέλαβαν τη Βέροια, δεν μπορεί ακόμα, ιστορικά τουλάχιστον, να αποδειχθεί, γιατί η πόλη που μνημονεύεται στα κείμενα, δεν είναι η Βέροια, αλλά η Βεροίη της Θράκης, η σημερινή Στάρα Ζαγόρα.

Ένας δυνατός σεισμός, το 896, συντάραξε την πόλη.

Ο Καμενιάτης, στο έργο του που αναφέρεται «εις την άλωσιν της Θεσσαλονίκης», περιγράφει με θαυμασμό τη Βέροια: «ένθα και πόλις τις Βέρροια καλουμένη κατώκισται, και αυτή περιφανεστάτη τοις οικήτορσίτε και πάσι τοις άλλοις οις αυχεί πόλις την σύστασιν».

Οι Σαρακηνοί, μαζί με τη Θεσσαλονίκη, φαίνεται πως προξένησαν μεγάλες καταστροφές και στη Βέροια, το 904 και πολλούς κατοίκους της τους πούλησαν ως αιχμαλώτους. Σε όλο αυτό το διάστημα των πολέμων, τα τείχη της Βέροιας είχαν πάθει καταστροφές και χρειάζονταν να επιδιορθωθούν γρήγορα, για να γίνει και πάλι η πόλη, όπως πριν, ένα από τα βασικότερα κάστρα του αυτοκράτορα εναντίον των επιδρομών.

Το 1017 ο Βασίλειος ο Β΄, έδωσε εντολή και ανοικοδόμησαν τα τείχη και αμέσως κατευθύνθηκε προς το Όστροβο, καταστρέφοντας στο δρόμο του κάθε βουλγαρικό κάστρο που απόμεινε. Η τελική νίκη του Βασιλείου Β΄, εδραίωσε στην περιοχή μία περίοδο ειρήνης και ασφάλειας. Ο 11ος αιώνας παραμένει σκοτεινός και δεν υπάρχει καμία ιστορική μνεία της Βέροιας. Το 1122, στον πόλεμο εναντίον των Σκυθών, που διάβηκαν πάλι τον Ίστρο, ο αυτοκράτορας Ιωάννης Β΄ Κομνηνός επέστρεψε στη Βέροια για να ξεχειμωνιάσει και να ανασυγκροτήσει το στρατό του. Την ίδια τακτική επανέλαβε και ο γιός του Μανουήλ Α΄ Κομνηνός, το 1149, καθώς και ο Καντακουζηνός, το 1152, που στρατοπέδευαν τους χειμώνες στη Βέροια.

Κατά το τελευταίο τέταρτο του 12ου αιώνα, η Βέροια, μαζί με άλλες μακεδονικές πόλεις, κατελήφθη από τους Σικελούς και ύστερα από τους Βλαχοβουλγάρους. Ο τσάρος των Βουλγάρων Καλογιάννης, επωφελήθηκε από την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους και κατέλαβε την περιοχή γύρω από τα βουνά της Σόφιας και τις πόλεις Πρίζρεν, Σκόπια, Αχρίδα και τη Βέροια. Ο Καλογιάννης, όπως παλιότερα ο Σαμουήλ, μετακίνησε ίσως ελληνικούς πληθυσμούς, υποστηρίζεται μάλιστα ότι μετέφερε κατοίκους της Βέροιας σε παραδουνάβιες περιοχές.

Το 1246 ξαναγύρισε η περιοχή στη βυζαντινή κυριαρχία και ειδικότερα η περιοχή μεταξύ του Στρυμόνα και του Νέστου, στο Μιχαήλ Παλαιολόγο και η περιοχή Θεσσαλονίκης στον Ανδρόνικο Κομνηνό Παλαιολόγο. Η Βέροια γνώρισε μια άνθιση τον 13ο και ιδιαίτερα τον 14ο αιώνα και ο Καντακουζηνός, την αναφέρει σε πολλά σημεία της χρονογραφίας του σαν μια πόλη μεγάλη και πολυάνθρωπη, λέγει δε πως ανάμεσα στους κατοίκους της υπήρχαν πολλά διακεκριμένα πρόσωπα. Η παράδοση μνημονεύει την ανέγερση αρκετών εκκλησιών από επιφανείς κατοίκους της πόλης, μεταξύ των οποίων ήταν αρκετοί ευγενείς, εξορισμένοι από τους βυζαντινούς αυτοκράτορες. Μετά το θάνατο του Ανδρόνικου Γ΄ Παλαιολόγου (15 Ιαν. 1341) και τα θλιβερά επακόλουθα του εμφυλίου πολέμου για τη διαδοχή του, η τύχη της Βέροιας γίνεται πάλι σκοτεινή. Ο Struck υποστηρίζει πως η πόλη έμεινε ως νόμιμος κλήρος του Ιωάννη ΣΤ’ (Καντακουζηνού).

Το 1342 η Βέροια βρίσκεται στα χέρια του κράλη των Σέρβων, Στεφάνου Δ΄ Δουσάν. Οι πληροφορίες των βυζαντινών χρονογράφων ρίχνουν συμπληρωματικό φως στην άγνωστη αλλά ενδιαφέρουσα αυτή εποχή της ιστορίας της πόλης, όπου η Σερβική κυριαρχία είχε φθάσει στο απόγειο της δύναμής της. Οι συνεχείς προσπάθειες των κατοίκων με επικεφαλής τους άρχοντες, σημειώνουν την εναγώνια προσπάθεια του ελληνικού πληθυσμού, που εξαντλούσε κάθε απόθεμα πολιτικότητας, για να συγκρατηθεί, στην αφάνταστα ρευστή αυτή εποχή. Η πρώτη μέριμνα του Δουσάν, στράφηκε στην υποδειγματική οχύρωση της πόλης, που δεν κατόρθωσε όμως ποτέ να την αποτελειώσει. Ο Καντακουζηνός περιγράφει την κατασκευή των πύργων των τειχών και των ακροπόλεων, όπου εργάστηκαν 10.000 εργάτες. Στην επάνω πόλη, ο κράλης δημιούργησε δύο ακροπόλεις, μία μεγάλη και μία μικρότερη, «ου γαρ ακρόπολις ην, αλλ΄ ώσπερ μικρά πόλις εν μεγάλη». Τα τείχη ήταν γεροχτισμένα με διπλές επάλξεις μέσα και έξω και κατά διαστήματα είχαν πύργους – δυναμάρια «και πύργους ανίστη αφ΄ενί τω μεγίστω τρεις ελάσσους…».


Ο Καντακουζηνός μιλάει ιδιαίτερα για δύο πύργους, από τους οποίους ο ένας σωζόταν προ ετών και είχε κατά τον Struck ύψος 14 μ. και τετράγωνη βάση 10Χ10μ. Η τοιχοποιία του ήταν χτισμένη με πωρόλιθους και είχε εντειχισθεί ένα μεγάλο πλήθος αρχαίου υλικού. Ο Delacoulonche περιγράφει με θαυμασμό το μέγεθος των θεμελίων του πύργου, από μεγάλα λιθάρια και δίνει ακριβέστερες διαστάσεις (10,94Χ 10,94), πάχος τοιχοποιίας 3,06 και ύψος 5,45. Ανάμεσα στα εντειχισμένα αρχιτεκτονικά μέλη, ο Delacoulonche κατόρθωσε να διακρίνει επίκρανα δωρικά και ιωνικά. Την εποχή αυτή όμως ήταν αρκετά ερειπωμένος ο πύργος σε γειτονία με τον πύργο του ρολογιού. Ο πύργος ήταν πολύ ισχυρός και αρκετά ψηλός, μπορούσε να περιλάβει μια πολυάνθρωπη φρουρά και συνδεόταν με τα εξωτερικά τείχη της πόλης. Το δεύτερο πύργο δεν τον περιγράφει ο Delacoulonche γιατί είχε πρόσφατα επισκευασθεί και αποτελούσε τμήμα των τούρκικων οχυρώσεων της πόλης. Μπορούμε στις περιγραφές αυτές των περιηγητών, να αναγνωρίσουμε τον πύργο που μνημονεύει ο Καντακουζηνός, όπου κατέφυγαν οι 30 κυριότερες σερβικές αρχοντικές οικογένειες κατά την άλωση της πόλης το 1349.

Στη Β πλευρά της πόλης, προς το «γύφτικο ποτάμι», διατηρούνται και άλλα λείψανα παλαιών τειχών. Περισσότερα όμως σώζονται στην Α και ΝΑ πλευρά της πόλης, που βλέπει προς τη Θεσσαλονίκη, στη γειτονιά της Αγίας Φωτίδας και των Αγίων Αναργύρων, όπου διασώζονται σε ύψος 5,64 και πάχος 3,02, κατά τον Delacoulonche. Από τις μεσαιωνικές πύλες της Βέροιας, δύο μας είναι μόνο γνωστές, η «βασιλική πύλη» και η «οψικκιανή πύλη». Η πρώτη οδηγούσε στη μεγάλη ακρόπολη. Ο κράλης όμως δεν πρόλαβε να συμπληρώσει τα μεγαλεπήβολα σχέδιά του για την οχύρωση και την πολεοδομική διαρρύθμιση της πόλης, γιατί γρήγορα η πόλη ξαναγύρισε στη βυζαντινή κυριαρχία.

Δεν είναι με απόλυτη ακρίβεια γνωστό πότε έπεσε για πρώτη φορά η Βέροια στα χέρια των Τούρκων. Υπάρχει η άποψη ότι η Βέροια κατελήφθη από το Λαλά Σαχίν το 1373/74 (775 έτος της Εγείρας).


Πηγές

  • Αλέξανδρος Καλαντζής (κείμενο και φωτογραφίες)



 

Δεν υπάρχουν σχόλια: