Άνδρας του Σόμερτον:Θα λύσει η επιστήμη το μυστήριο του πτώματος στην παραλία;
Ένας αγνώστου ταυτότητας άνδρας πέθανε μόνος σε μια παραλία το 1948, εξάπτοντας τη φαντασία και τη σεναριολογία. Τώρα Αυστραλοί επιστήμονες είναι κοντά στο να λύσουν το μυστήριο χάρη στην πρόοδο που έχει επιτευχθεί στις αναλύσεις DNA.
Τα παιδιά γνωρίζουν τον άντρα το πορτρέτο του οποίου κρέμεται πάνω από την πόρτα τους ως κύριο Σ. ή κύριο Σόμερτον.
Το αληθινό του όνομά όμως παραμένει μυστήριο εδώ και πάνω από 70 χρόνια, όταν βρέθηκε νεκρός σε μια παραλία της Αυστραλίας. Φορούσε καφέ κοστούμι και ένα μισο-καπνισμένο τσιγάρο είχε πέσει στο πέτο του.
Τα παιδιά θεωρούν ότι είναι κάποιος μακρινός συγγενείς τους, αλλά θα μπορούσε απλώς να είναι ένας άγνωστος, η ιστορία του οποίου κάποτε σαγήνευσε τον πατέρα τους για πάνω από μια δεκαετία.
Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου της Αδελαΐδας Ντέρεκ Άμποτ άκουσε για πρώτη φορά για τον Άνδρα του Σόμερτον το 1995. Επί χρόνια ζητούσε την εκταφή της σορού προκειμένου να εξεταστεί από ειδικούς και μέσω του DNA του να καθοριστεί η ταυτότητά του.
Η εκταφή πραγματοποιήθηκε επιτέλους τον περασμένο μήνα, στο κοιμητήριο της πόλης, όπου ο μυστηριώδης νεκρός θάφτηκε το 1949.
Η ταφόπλακά του έγραφε: «ο άγνωστος άνδρας».
Λίγο πιο δίπλα από τον τάφο του, ο αστυνομικός διοικητής της Νότιας Αυστραλίας Ντες Μπρέι δήλωσε στους δημοσιογράφους ότι η εκταφή του σημαίνει πολλά περισσότερα από το να κλείσουν απλώς τον φάκελο μιας από τις πλέον μυστηριώδεις υποθέσεις της Αυστραλίας.
«Είναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι δεν πρόκειται απλώς για μια περιέργεια, για ένα μυστήριο που πρέπει να λυθεί. Ο άντρας του Σόμερτον είναι ο πατέρας, ο γιος, ίσως ο εγγονός, ο θείος ή ο αδελφός κάποιου, και γι’ αυτό πρέπει να προσπαθήσουμε να τον αναγνωρίσουμε», λέει.
«Γνωρίζουμε ότι υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν ότι ίσως σχετίζονται μαζί του», πρόσθεσε. «Και αξίζει να λάβουν μια οριστική απάντηση».
Ανάμεσα σε αυτούς είναι η σύζυγος του Άμποτ, Ρέιτσελ Ίγκαν, την οποία γνώρισε ο καθητητής όταν της έστειλε ένα γράμμα εξηγώντας της γιατί πίστευε ότι ίσως ήταν η εγγονή του άνδρα.
Μετά από ένα μόλις δείπνο, κατά το οποίο τη συζήτηση μονοπώλησαν ο θάνατος και το DNA, το ζευγάρι αποφάσισε να παντρευτεί. Σήμερα έχουν τρία παιδιά, ένα κορίτσι 8 ετών και δυο δίδυμα εξάχρονα. Όλη η οικογένεια ανυπομονεί να μάθει την πραγματικό ταυτότητα του κ. Σ.
«Είτε σχετίζεται με εμάς είτε όχι, κατά κάποιον τρόπο τον υιοθετήσαμε, αφού είναι η αιτία που είμαστε όλοι μαζί», λέει ο Άμποτ. «Η αιτία του θανάτου του δεν ενδιαφέρει πια τόσο πολύ όσο το ποιος ήταν, ποιο ήταν το όνομά του».
Ένα καλοντυμένο πτώμα
Ο άντρας βρέθηκε ανάσκελα στην άμμο, με το κεφάλι και τους ώμους του στηριγμένους σε έναν κυματοθραύστη στην παραλία Σόμερτον, νοτιοδυτικά της Αδελαϊδας, την 1η Δεκεμβρίου 1948.
Ήταν άψογα ντυμένος με καλογυαλισμένα παπούτσια και έμοιαζε εντελώς παράταιρος σε μια παραλία όταν οι πρώτοι περιπατητές άρχιζαν τη μέρα τους με έναν περίπατο.
Τον βρήκαν δύο εκπαιδευόμενοι αναβάτες, αλλά πολλοί ήταν και εκείνοι που είπαν στην αστυνομία ότι είχαν δει κάποιον με παρόμοια περιγραφή να κείτεται εκεί το προηγούμενο βράδυ. Ένας από αυτούς είπε ότι τον είδε να κουνάει το χέρι του, γι' αυτό δεν σκέφτηκε να ειδοποιήσει την αστυνομία.
«Το σημείο που βρισκόταν ήταν σε δημόσια θέα, όχι ένα μέρος που θα επέλεγε ένας άνθρωπος για να πεθάνει ήσυχος», δήλωνε το 1949 ο μάρτυρας Όλιβ Νέιλ.
Η εξέταση που έγινε στο πτώμα γέννησε περισσότερες ερωτήσεις παρά έδωσε απαντήσεις. Δεν υπήρχαν σημάδια βίας, σχεδόν όλες οι ετικέτες των ρούχων ήταν κομμένες και δεν έφερε ταυτότητα.
Η αυτοψία δεν κατάφερε να ορίσει την αιτία του θανάτου, αλλά τρεις γιατροί - μάρτυρες κατέθεσαν ότι δεν ήταν φυσικός. Οι ντετέκτιβ είκασαν ότι ίσως είχε πάρει κάποιο δηλητήριο τόσο σπάνιο που μπορούσε να σκοτώσει γρήγορα και στη συνέχεια να εξαφανιστεί χωρίς να αφήσει ίχνη. Δεν βρέθηκε ωστόσο κανένα δηλητήριο στον οργανισμό του.
Ο κυβερνητικός χημικός αναλυτής Ρόμπερτ Κόουαν, ο οποίος εξέτασε δείγματα από τη σωρό θεωρεί ως άμεση αιτία θανάτου την ανακοπή καρδιάς. «Δεν μπορώ όμως να πω ποια αιτία την προκάλεσε».
Ο άνδρας του Σόμερτον ήταν γυμνασμένος, περίπου 40 με 50 ετών, είχε ύψος 1,80 με γκριζογάλανα μάτια και καστανά μαλλιά με γκρίζους κροτάφους.
Ο παθολόγος Τζον Κλίλαντ σημείωνε: «Πολλοί άνθρωποι όταν πεθαίνουν έχουν βρόμικα και ατημέλητα νύχια. Τα δικά του ήταν καθαρά».
Αναλύθηκε μέχρι και το σχήμα της πατούσας του, με κάποιους να υποθέτουν ότι ίσως ήταν χορευτής. Άλλοι, πάλι, θεώρησαν πως ασχολείτο με το παράνομο εμπόριο, ήταν ναυτικός, ή ακόμη και κατάσκοπος. Όσον αφορά την καταγωγή του, κάποιοι εκτίμησαν ότι μοιάζει με Ευρωπαίο, ειδικότερα με Βρετανό. Τα μαλλιά του ήταν χτενισμένα προς τα πίσω, χωρίς χωρίστρα.
Μπορεί να έμοιαζε με Βρετανό, αλλά το παλτό του ήταν χαρακτηριστικά αμερικάνικο, σύμφωνα με έναν ράφτη που του ζητήθηκε να εξετάσει το ρούχο. «Είτε είχε πάει στην Αμερική είτε αγόρασε τα ρούχα από κάποιον που είχε πάει εκεί. Αυτά τα ρούχα δεν εισάγονται».
Η ιστορία του «άγνωστου άνδρα» έγινε πρωτοσέλιδο σε Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία. Τα αποτυπώματα και η φωτογραφία του εστάλησαν σε όλον τον κόσμο, όπως την Αγγλία, τις ΗΠΑ και τις αγγλόφωνες χώρες της Αφρικής.
Μία επιστολή του 1949, υπογεγραμμένη από τον διευθυντή του FBI Τζον Έντγκαρ Χούβερ, επιβεβαιώνει ότι δεν υπήρξε αντιστοίχιση των αποτυπωμάτων του στα αρχεία της αμερικανικής υπηρεσίας.
Ο ειδικός εμπειρογνώμονας Daniel Voshart έφτιαξε μία οπτική αναπαράσταση του μυστηριώδη άνδρα.
Εν τω μεταξύ, αρκετοί άνθρωποι εμφανίστηκαν για να διεκδικήσουν το πτώμα, ωστόσο όλες οι ιστορίες κατέρρεαν.
Για παράδειγμα, ένας άνδρας υποστήριξε ότι ήταν ένας εργάτης με το όνομα «McLean», που κάπνιζε πίπα, αλλά η αστυνομία είπε ότι τα χέρια του ήταν υπερβολικά απαλά για να ανήκουν σε εργάτη και επιπλέον δεν υπήρχε κανένα στοιχείο που να δείχνει ότι είχε ποτέ του καπνίσει πίπα.
Το πτώμα ταριχεύτηκε ώστε να δώσουν περισσότερο χρόνο στην αστυνομία να τον αναγνωρίσει και μια κάσκα από γύψο –ή μάσκα θανάτου- φτιάχτηκε από το πρόσωπό του, ως μια φυσική υπενθύμιση για το ποιος ήταν.
Χωρίς περισσότερα στοιχεία στα χέρια τους, οι επιθεωρητές αποφάσισαν να επιτρέψουν την ταφή του τον Ιούνιο του 1949.
«Τάμαρ Σουντ»
Πριν την ταφή του άνδρα του Σόμερτον, είχαν προκύψει διάφορα στοιχεία – όλα ωστόσο είχαν οδηγήσει σε αδιέξοδο.
Για παράδειγμα, κάποια εισιτήρια που βρέθηκαν επάνω του οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι τη μέρα πριν πεθάνει είχε πάρει το τρένο για τον Σιδηροδρομικό Σταθμό της Αδελαΐδας από άγνωστη τοποθεσία, πριν παραδώσει μια βαλίτσα τον χώρο αποσκευών του σταθμού.
Επίσης αγόρασε ένα εισιτήριο τρένου για την Henley Beach, κοντά στην Somerton Beach, αλλά δεν το χρησιμοποίησε ποτέ. Αντ’ αυτού έφτασε στην παραλία με το λεωφορείο.
Η αστυνομία βρήκε τη βαλίτσα του στον σταθμό, περιείχε το ίδιο χαρακτηριστικό πορτοκαλί νήμα που είχε χρησιμοποιηθεί για την επιδιόρθωση του παντελονιού του. Τότε στη βαλίτσα δεν αποκάλυπτε το όνομά του.
Τότε, τον Απρίλιο ήρθε η αποκάλυψη.
Ο Κλίλαντ, ο παθολόγος, επανεξέτασε τα ρούχα του και βρήκε μια κρυφή τσέπη που περιείχε ένα τυλιγμένο κομμάτι χαρτί τυπωμένο με τις λέξεις «Tamam Shud», που σημαίνει «το τέλος» ή «τελειωμένο» στα περσικά.
Πρόκειται για τα τελευταία λόγια του ποιήματος «The Rubaiyat» του Ιρανού πολυμαθή του 11ου αιώνα Ομάρ Καγιάμ, και είχαν σκιστεί από ένα βιβλίο που αργότερα παραδόθηκε στην αστυνομία.
Ένας ανώνυμος άντρας είπε ότι το βρήκε πεταμένο στο αυτοκίνητό του στις 30 Νοεμβρίου, μια μέρα πριν από το θάνατο του Σομέρτον. Δεν είχε άλλες πληροφορίες για να δώσει στην αστυνομία.
Ο ντετέκτιβ Λέοναρντ Μπράουν αναλύει: «Το ίδιο το ποίημα σημαίνει απλώς ότι ξέρουμε τι έχει αυτός ο κόσμος για εμάς, αλλά δεν ξέρουμε τι έχει ο άλλος κόσμος και όσο είμαστε σε αυτήν τη γη πρέπει να απολαύσουμε τη ζωή στο έπακρο και όταν έρθει η ώρα να προχωρήσουμε, να προχωρήσουμε χωρίς καμία μετάνοια».
Σύμφωνα με τον Κλίλαντ, οι λέξεις υποστήριξαν το συμπέρασμά του ότι ο άντρας είχε πάρει δηλητήριο «με αυτοκτονική πρόθεση».
«Νομίζω ότι οι λέξεις αφέθηκαν εκεί σκόπιμα ως ένδειξη ότι είχε βαρεθεί διάφορα πράγματα», είπε.
Μέχρι στιγμής, το βιβλίο αποτελεί το ισχυρότερο στοιχείο για την ταυτότητα του άνδρα.
To μήνυμα και ο αριθμός τηλεφώνου
Το βιβλίο περιείχε δύο σημαντικά στοιχεία. Το πρώτο ήταν ένας αριθμός τηλεφώνου που ήταν γραμμένος στο οπισθόφυλλο του βιβλίο. Ανήκε σε μια γυναίκα που ζούσε σε ένα προάστιο κοντά στην Αδελαΐδα, το Glenelg. Σύμφωνα με τις αναφορές, όταν η γυναίκα είδε το ομοίωμα του προσώπου του άνδρα τρομοκρατήθηκε, ωστόσο αρνήθηκε ότι τον γνωρίζει.
Δίπλα στον τηλεφωνικό αριθμό υπήρχε ένας κακογραμμένος κωδικός ο οποίος, δεκαετίες αργότερα, προσέλκυσε το ενδιαφέρον του Άμποτ, ο οποίος το έθεσε ως γρίφο σε φοιτητές μηχανικής το 2009. Εκείνοι εκτίμησαν ότι ίσως πρόκειται για πολεμικό μυστικό κωδικό, ενισχύοντας το σενάριο ότι ο άνδρας του Σόμερτον ήταν κατάσκοπος. Ωστόσο, η έρευνά τους δεν οδήγησε πουθενά.
Αναλύοντας τα γράμματα, αποφάσισαν ότι ο κώδικας δεν τηρούσε τις προϋποθέσεις ενός πολεμικού μηνύματος. Ήταν πιο πιθανά τα πρώτα γράμματα κάποιων αγγλικών, για παράδειγμα κάποια μέρη που είχε επισκεφτεί ο άνδρας ή άλογα πάνω στα οποία είχε στοιχηματίσει, λέει ο Άμποτ.
Σχεδιάζοντας ένα κενό στον κωδικό, ο καθηγητής και η αστυνομία εντόπισαν τον αριθμό τηλεφώνου και αναζήτησαν τη γυναίκα στην οποία ανήκε κάποτε.
Όμως η Τζο Τόμσον ήταν επίσης νεκρή. Ο Άμποτε τότε αναζήτησε τον γιο της, Ρόμπιν Τόμσον, έναν χορευτή. Όταν έμαθε ότι και αυτός είχε πεθάνει, έψαξε κάποιον συγγενή του. Βρήκε την κόρη των Τόμσον, την Ρέιτσελ Ίγκαν, τη σημερινή του σύζυγο.
Υιοθετημένη σε μικρή ηλικία, η Ίγκαν δεν γνώριζε για την πιθανή σύνδεσή της με τον άνδρα του Σόμερτον.
Μία από τις θεωρίες του Άμποτ είναι ότι ο άνδρας του Σόμερτον είναι ο πατέρας της Robin, αλλά η μητέρα του είπε στην αστυνομία ότι δεν τον αναγνώρισε επειδή στο μεταξύ είχε γνωρίσει κάποιον άλλο και δεν ήθελε να περιπλέξει τα πράγματα.
Τα τεστ DNA που διενεργήθηκαν για να συγκρίνουν το γενετικό υλικό της Ίγκαν με εκείνο από τις τρίχες που είχαν παγιδευτεί στο γύψινο ομοίωμα του προσώπου του άγνωστου άνδρα δεν κατέληξαν σε κάποιο συμπέρασμα.
Πριν το τεστ, η Ίγκαν πίστευε ότι ίσως οι δυο τους συνδέονταν. Πλέον, δεν είναι πολύ σίγουρη.
Νέα εξέταση DNA
Τα υπολείμματα DNA του κ. Σ. βρίσκονται τώρα σε ένα εργαστήριο της Αδελαϊδας με τους ειδικούς να αναζητούν τον πιο αποτελεσματικό τρόπο για την ανάλυσή τους. Η διαδικασία περιπλέκεται λόγω του μεγάλου χρονικού διαστήματος που έμειναν στο έδαφος και της ταλαιπωρίας που υπέστησαν.
Η πρώτη φορά που ανάλυση DNA χρησιμοποιήθηκε για τη διαλεύκανση ενός εγκλήματος ήταν στο Ηνωμένο Βασίλειο τη δεκαετία του 1980, περίπου 30 χρόνια μετά τον θάνατο του άνδρα του Σόμερτον, και από τότε η τεχνολογία έχει εξελιχθεί σημαντικά.
«Έχουμε περάσει από την απαίτηση μιας αρκετά μεγάλης ποσότητας βιολογικού υλικού, μιας αρκετά μεγάλης ποσότητας, στο να είμαστε σε θέση να έχουμε ένα αποτέλεσμα από μια ποσότητα DNA που δεν μπορείτε καν να δείτε με γυμνό μάτι», λέει η Λίντζι Ουίλσον - Ουάιλντ, λέει η διευθύντρια του εργαστηρίου στο οποίο βρίσκονται τα υπολείμματα DNA του κ. Σ.
Αν οι επιστήμονες καταφέρουν να δημιουργήσουν ένα προφίλ DNA, τότε αυτό θα αντιπαρατεθεί με το DNA εκείνων που θεωρείται ότι έχουν κάποια σχέση με την υπόθεση, πριν διοχετευτεί σε πολύ ευρύτερες βάσεις δεδομένων DNA.
Μόνο η Αυστραλία έχει τρεις βάσεις δεδομένων DNA για την εφαρμογή του νόμου, μία από τις οποίες, εκείνη της Έρευνας Εθνικού Εγκλήματος, περιέχει πάνω από 1,2 εκατομμύρια προφίλ DNA. Πέρυσι, η Αυστραλιανή Ομοσπονδιακή Αστυνομία ξεκίνησε το Εθνικό Πρόγραμμα DNA Αγνώστων και Αγνοουμένων προκειμένου να προσπαθήσει να αναγνωρίσει περίπου 500 άγνωστες σορούς.
Αν το DNA του άνδρα του Σόμερτον αντιστοιχηθεί, τότε οι Αρχές θα προσπαθήσουν να αναζητήσουν συγγενείς εν ζωή.
Αυτή η διαδικασία ωστόσο μπορεί να πάρει από λίγους μήνες μέχρι και δύο χρόνια.
Ο Άμποτ και η γυναίκα του δεν πιστεύουν ότι το DNA θα αποκαλύψει ότι ο κ. Σ ήταν ναύτης, κατάσκοπος ή κάποια από τις άλλες ευφάνταστες θεωρίες γύρω από την ταυτότητά του.
«Ίσως ήταν λαθρέμπορος στην εποχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ή κάτι τέτοιο. Αυτό εξηγεί διάφορα πράγματα Για παράδειγμα, γιατί δεν εμφανίστηκε κάποιος να τον αναγνωρίσει», λέει ο Άμποτ που εκτιμά ότι ίσως τα ρούχα ήταν από δεύτερο χέρι, γι’ αυτό και ήταν κομμένες οι ετικέτες, καθώς τότε οι άνθρωποι είχαν την τάση να γράφουν τα ονόματά τους σε αυτές.
Η Ίγκαν έχει ήδη αποφασίσει να μεταφέρει τον πίνακα από το playroom στο γραφείο του Άμποτ, όπου θα παραμείνει σαν μια υπενθύμιση του μυστηρίου που τους ένωσε.
Δεν χρειάζεται να τους κοιτάζει κάθε μέρα.
Οι επιστήμονες ίσως σύντομα διαπιστώσουν ότι δεν έχει κανέναν βιολογικό δεσμό με την οικογένεια.
Η Ίγκαν λέει, ακόμη και τότε, ο κ. Σ θα παραμείνει σημαντικό μέρος της οικογενειακής λαογραφίας τους: μια ιστορία για να αφηγούνται στα παιδιά τους όταν μεγαλώσουν για το πώς συναντήθηκαν οι γονείς τους.
Η οικογένεια έχει επίσης συζητήσει την πιθανότητα η επιστήμη να αποκαλύψει κάτι που εκείνοι δεν θέλουν να γνωρίζουν.
«Κι αν ήταν κάποιος που δεν ήταν καλός άνθρωπος;» αναρωτιέται η Egan. «Προς το παρόν αισθανόμαστε πολύ προστατευτικοί απέναντί του... αυτή η θετική διάθεση θα μπορούσε να αλλάξει».
Παρόλα αυτά, λέει, αυτό θα τους έδινε ένα νέο μυστήριο για να λύσουν.
«Πίσω στο 1948, οι καιροί ήταν πολύ διαφορετικοί», λέει η Ίγκαν . «Έτσι, εάν εμπλέκεται σε ένα έγκλημα πολέμου, ή κάτι άλλο φρικτό, ίσως μπορούμε να ξεδιπλώσουμε τις αιτίες και να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε γιατί έκανε αυτό που έκανε».
Πηγή: CNN
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου