Ο «πατέρας» του αστυνομικού ρεπορτάζ, ο άνθρωπος που έχει καλύψει αμέτρητες ιστορίες εγκλημάτων, τα οποία έχει, επίσης, συμπεριλάβει σε μια σειρά από βιβλία, τιμημένος δύο φορές από τον θεσμό των βραβείων Δημοσιογραφίας του Ιδρύματος Μπότση αλλά και με το βραβείο της Ενωσης Ευρωπαίων δημοσιογράφων, ο Πάνος Σόμπολος, επανέρχεται με νέο βιβλίο για τις βεντέτες που συντάραξαν την Ελλάδα -και όχι μόνο-, το οποίο κυκλοφορεί, αυτές τις μέρες, από τις εκδόσεις Πατάκη.
Στην έρευνά του, που ενέπνευσε το σχετικό βιβλίο, εστιάζει στα εκδικητικού τύπου εγκλήματα και τις διαφορετικές εκδοχές τους με ετερόκλητα κίνητρα -προσωπικά, πολιτικά ή εντελώς ασήμαντα- που αποκαλύπτουν τους άγραφους νόμους και τα ήθη της βεντέτας που επικράτησαν σε συγκεκριμένες περιοχές της Ελλάδας.
Στο βιβλίο καταγράφονται, μεταξύ άλλων, σοβαρά εγκλήματα που σήμερα φαντάζουν σχεδόν εξωφρενικά, όπως αυτά που συνέβησαν στις αίθουσες δικαστηρίων: χαρακτηριστική είναι η περίπτωση ενός ολόκληρου πλήθους στην Κρήτη που κατέσφαξε μια οικογένεια, τη μητέρα και τα τέσσερα παιδιά, μέσα στην αίθουσα δικαστηρίου γιατί τους θεωρούσαν δωσίλογους κατά τη διάρκεια της Κατοχής, αλλά και μια άλλη υπόθεση φονικού μέσα σε δικαστική αίθουσα, εκτός, όμως, Ελλάδας, όταν μια Γερμανίδα επίσης δολοφόνησε τον βιαστή και στραγγαλιστή της επτάχρονης κορούλας της.
Ο φονιάς ντύθηκε παπάς
Μεταξύ των περιπτώσεων που περιλαμβάνονται στο βιβλίο ξεχωρίζουν αυτή του φονικού για κτήματα αλλά και για τα κόμματα, μια άλλη επειδή τους έδωσαν έναν τράγο και δεν τους τον επέστρεψαν ποτέ, ένα χρονικό εγκλημάτων που κράτησε μισό αιώνα! Μια άλλη βεντέτα ξεκίνησε από τον θάνατο ενός 15χρονου κοριτσιού και οδήγησε στον αφανισμό ολόκληρων οικογενειών, ενώ άλλη έφτασε να κάνει τον φονιά να ντυθεί παπάς για να σκοτώσει τα αδέλφια που είχαν φονεύσει τον γιο του στη λαχαναγορά της Θεσσαλονίκης.
Τρομερές ιστορίες, βγαλμένες από το μακρινό παρελθόν αλλά και πιο πρόσφατες δείχνουν ότι η Κρήτη δεν εγκαταλείπει το φονικό αυτό «έθιμο», στο οποίο εγγράφονται διάφορες προεκτάσεις του, όπως η ύπαρξη του σασμού, δηλαδή των συμφιλιώσεων μεταξύ των οικογενειών, συνήθως ύστερα από την παρέμβαση διαμεσολαβητών. Από τις πιο συγκλονιστικές ιστορίες είναι, πάντως, αυτή με την οποία ξεκινάει το βιβλίο, το χρονικό της σφαγής στα Βορίζια με έξι νεκρούς και 14 τραυματίες μέσα σε δύο ώρες!
Τα Βορίζια ή Βορίζα είναι ένα χωριό στους πρόποδες του Ψηλορείτη με σχεδόν 500 κατοίκους σήμερα, οι οποίοι ασχολούνται με τις γεωργικές δουλειές και, κυρίως, με την ελαιουργία. Σε αυτό το χωριό, όπως μας πληροφορεί ο Σόμπολος στο βιβλίο, «στη δεκαετία του 1950 συνέβη μια φοβερή τραγωδία που είχε ως αποτέλεσμα να βρουν τραγικό θάνατο έξι κάτοικοι και να τραυματιστούν άλλοι 14 συγχωριανοί τους, οι περισσότεροι από τους οποίους ακρωτηριάστηκαν κι έμειναν ανάπηροι και ταλαιπωρούνταν σ’ όλη τη ζωή τους!». Σε αυτή τη βεντέτα, που η αιματηρή δράση της ολοκληρώθηκε σε μόλις δύο ώρες «οι δράστες χρησιμοποίησαν όλων των ειδών τα όπλα, όπως μαχαίρια, πιστόλια, αλλά και μια χειροβομβίδα, που διαμέλισε κάποια από τα θύματα. Ηταν μάλιστα βεντέτα για ασήμαντη αφορμή! Αιτία; Μια δασική παράβαση κοπής δέντρων...».
Ολα ξεκίνησαν από τη γιορτή του Αγίου Φανουρίου στις 27 Αυγούστου και το πανηγύρι της περιοχής. Ηταν το έτος 1955 που ξεκίνησε η πρώτη σφαγή, όταν ο δασοφύλακας της περιοχής Γιάννης Φρ., 38 χρόνων, που καθόταν έξω από ένα καφενείο, δέχτηκε επίθεση από τον 31χρονο Μανούσο Β. Ολοι λένε ότι το έγκλημα με απανωτές μαχαιριές ήταν προσχεδιασμένο κι αυτό υποστήριξε και το σχετικό παραπεμπτικό εισαγγελικό βούλευμα, το οποίο παραθέτει αυτούσιο ο συγγραφέας.
Γλαφυρή είναι η περιγραφή του Πάνου Σόμπολου: «Μετά το άγριο φονικό, οι πανηγυριώτες αναστατώθηκαν και ακολούθησε πανδαιμόνιο από φωνές, ουρλιαχτά, αλλά και πυροβολισμοί που ρίχνονταν προς διάφορες κατευθύνσεις. ...Στη γειτονιά, κοντά στο καφενείο Παπ., βρισκόταν και το σπίτι του ιερέα του χωριού. Την ώρα εκείνη ήταν μέσα, μαζί με άλλα άτομα, και ο 18χρονος Μανούσος Β., γιος του προέδρου της κοινότητας Βοριζίων».
Η χειροβομβίδα
«Το παιδί βγήκε κι αυτό στο μπαλκόνι να δει τι συνέβαινε», γράφει χαρακτηριστικά ο Πάνος Σόμπολος. «Ενώ παρακολουθούσε διάφορες κινήσεις συγχωριανών του, ξαφνικά δέχτηκε μια σφαίρα στην κοιλιακή χώρα, με αποτέλεσμα να βρει λίγο αργότερα τον θάνατο. Το παιδί, σύμφωνα με τα στοιχεία που προέκυψαν από την αστυνομική και τη δικαστική έρευνα που ακολούθησαν, δεν χτυπήθηκε τυχαία, από αδέσποτη σφαίρα. Επρόκειτο για βεντέτα: συγκεκριμένα, ο 18χρονος ήταν πρώτος ξάδερφος και είχε το ίδιο ονοματεπώνυμο με τον δράστη Μανούσο Β., ο οποίος λίγη ώρα πριν είχε κατασφάξει τον δασοφύλακα της περιοχής και είχε εξαφανιστεί.
Σύμφωνα με την κρητική βεντέτα -αυτό το βάρβαρο έθιμο- και τους κώδικές της, συγγενής του θύματος οφείλει να σκοτώσει τον δράστη και αν δεν μπορεί για κάποιον λόγο να σκοτώσει τον δράστη, τότε σκοτώνει άλλο, στενό συγγενικό του πρόσωπο. Αυτό το συγγενικό πρόσωπο έλαχε να είναι ο άτυχος 18χρονος Μανούσος! [...] Από τα πρώτα στοιχεία είχε προκύψει τότε ότι τρεις Βοριζιανοί, μετά τον θάνατο του δασοφύλακα τράβηξαν τα πιστόλια τους και άρχισαν να πυροβολούν και να ρίχνουν στον αέρα, αλλά και στο ψαχνό. Ηταν ο γιος του αδερφού του δασοφύλακα, ο ανιψιός της συζύγου του δασοφύλακα κι ένας ακόμη συγγενής του πρώτου θύματος.
Τελικά συνελήφθη και παραπέμφθηκε στο Κακουργιοδικείο για να δικαστεί ο Ζαχαρίας Χ., 28 χρόνων, κτηνοτρόφος, πρωτανιψιός της συζύγου του δασοφύλακα. Ακολούθησε και τρίτο φονικό όταν λίγη ώρα αργότερα βρέθηκε δολοφονημένος ένας ακόμα Βοριζιανός, ο Μιχάλης Λ., από πυροβόλο όπλο». Παρότι δεν υπήρχαν αυτόπτες μάρτυρες, όλα έδειχναν ότι επρόκειτο για χαρακτηριστική βεντέτα και παραπέμφθηκε σε δίκη ο Γιάννης Β., 54 χρόνων, κτηνοτρόφος, συγγενής του δράστη του πρώτου φονικού. Τα φονικά συνεχίστηκαν με τον πιο εξωφρενικό τρόπο, με τη χρήση χειροβομβίδας από την οποία σκοτώθηκαν τρεις και τραυματίστηκαν δεκατέσσερις.
Η λεπτομέρεια είναι ότι ο Θεοχάρης, που είχε τη χειροβομβίδα στην τσέπη του, για να φτάσει στο σπίτι του νεκρού δασοφύλακα και να την εκσφενδονίσει δεν πήγε από τον κανονικό δρόμο παρά ανέβηκε στη στέγη ενός γειτονικού σπιτιού και έφτασε στην αυλή του σπιτιού του δασοφύλακα όπου την απασφάλισε και την πέταξε στο εσωτερικό, όπου βρίσκονταν η σορός και οι συγγενείς του δασοφύλακα. Οταν τον συνέλαβαν, την 1η Σεπτεμβρίου 1955, δεν προέβαλε καμία αντίσταση, παρότι ήταν οπλισμένος λέγοντας απλώς: «Και φοβόσαστε, ρε, να με πιάσετε τη νύχτα και περιμένατε να ξημερώσει;».
Τα αίτια
Σύμφωνα με την εισήγηση του εισαγγελέα, τα αίτια φαίνονταν ότι είχαν να κάνουν με το ότι ο δασοφύλακας Ιωάννης Φρ. είχε συλλάβει τον Μανούσο Β. γιατί έκοβε παράνομα ξύλα και ο δράστης τον είχε εξυβρίσει. Η υπόθεση δεν εκδικάστηκε στην Κρήτη -ακριβώς υπό τον φόβο πολύνεκρης βεντέτας- αλλά στην Αθήνα.
Ο Σόμπολος αναφέρει ότι στο εδώλιο κάθισαν συνολικά έξι άτομα που κατηγορούνταν ως φυσικοί ή ηθικοί αυτουργία για έξι δολοφονίες και 14 απόπειρες ανθρωποκτονίας. Η δίκη, που άρχισε στις 15 Ιουνίου του 1956, κράτησε 13 ημέρες και η απόφαση έκρινε ένοχο τον Μανούσο Β., καταδικάζοντάς τον σε κάθειρξη 20 ετών και σε χρηματική ποινή 2.000 δραχμών, ενώ ο Ζαχαρίας Χ. καταδικάστηκε σε κάθειρξη 10 ετών για τον φόνο του 18χρονου στο μπαλκόνι του σπιτιού του ιερέα και ο Θεοχάρης Λ. σε κάθειρξη 25 ετών και καταβολή 15.000 δρχ. ως αποζημίωση για ψυχική οδύνη για τη ρίψη της χειροβομβίδας που σκότωσε τρεις και τραυμάτισε 14 συγχωριανούς του. Επίσης, καταδικάστηκε σε φυλάκιση 2,5 ετών ο Στέφανος Κ. για κατοχή πυροβόλου όπλου και χειροβομβίδας.
«Οι ένορκοι κήρυξαν αθώους τους δύο άλλους κατηγορούμενους, Μανούσο Λ., που κατηγορείτο για ηθική αυτουργία στον φόνο του δασοφύλακα, και Γιάννη Β., που κατηγορείτο για τη δολοφονία του Μιχάλη Λ., του άντρα που είχε βρεθεί νεκρός σε δρόμο του χωριού. Στην αθώωση του Γιάννη Β. ο εισαγγελέας της έδρας εναντιώθηκε και είχε ζητήσει από τους τακτικούς δικαστές να κηρύξουν την απόφαση των ενόρκων πεπλανημένη», γράφει ο συγγραφέας για να συμπληρώσει: «Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα των εφημερίδων στο τέλος της δίκης ο καταδικασθείς σε 20ετή κάθειρξη Μανούσος Β., που είχε ξεκινήσει τη βεντέτα, παραπονέθηκε στους συναδέλφους δημοσιογράφους ότι δεν τον βοήθησαν και είπε: “Την πάτησα ο έρημος”… Ενας συνάδελφος, για να τον παρηγορήσει, του είπε να μη στενοχωριέται κι ότι θα βγει γρήγορα από τη φυλακή. Ο Μανούσος κούνησε το κεφάλι του και απάντησε: “Εμένα μου λες… Οταν θα βγω θα ’μαι γέρος και δεν θα με κοιτάνε πια τα κορίτσια! Αυτό με καίει εμένα”».
Ταβέρνα δίπλα στη φυλακή
Απρόσμενη είναι η εξέλιξη του τι ακολούθησε μετά την έκτιση της ποινής, με πρωταγωνιστές τους δράστες του φονικού - και ίσως δείχνει και τις χιουμοριστικές νότες που αποπειράται να προσδώσει ο συγγραφέας στα τραγικά γεγονότα: «Ο Μανούσος Β., σύμφωνα με δημοσιεύματα της εποχής, μετά την αποφυλάκισή του έβαλε τέλος στις βεντέτες και στα μίση και γύρισε σελίδα στη ζωή του. Εκανε διάφορες δουλειές και, αργότερα, αυτός ο πρώην κατάδικος πραγματοποίησε κάτι που ονειρευόταν από πολύ καιρό και το είχε θέσει ως στόχο.
Τι ήταν αυτό; Πήγε και άνοιξε ταβέρνα πλάι στον μαντρότοιχο των Φυλακών Αλικαρνασσού, όπου είχε εκτίσει την ποινή του. [...] Γράφανε τότε οι συνάδελφοι δημοσιογράφοι: το γλεντάει ο Μανούσος! Δεν θέλει να αποχωριστεί τη φυλακή. Θέλει να είναι κοντά με τους ανθρώπους που έζησε μαζί τους τόσα χρόνια μέσα στα κελιά.
Αξίζει, τέλος, να αναφέρω κι ένα ανέκδοτο που πολύ συζητήθηκε στην Κρήτη και το συζητάνε ακόμη και σήμερα. Κάποτε επισκέφτηκε τον Μανούσο Β. στη φυλακή ο πατέρας του, ένας Κρητικός με σημαντική δράση στην Εθνική Αντίσταση, και ακολούθησε ο εξής διάλογος:
Πατέρας: Ιντα κάνεις, παιδί μου Μανούσο;
Μανούσος: Εγώ, πατέρα, είμαι καλά. Πες μου, όμως, ίντα κάνουν οι χωριανοί μας.
Πατέρας: Ντα ήφησες μωρέ κιανένα ζωντανό;
Αυτή ήταν η πολύνεκρη βεντέτα που απασχόλησε την κοινή γνώμη για καιρό στην Κρήτη αλλά και στην υπόλοιπη Ελλάδα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου