Η λεγόμενη «Μόνα Λίζα του Άιλγουορθ», με τα ίσια μαύρα μαλλιά της και το αινιγματικό της χαμόγελο, μοιάζει πολύ με τη συνονόματή της στο Λούβρο. Για κάποιους ειδικούς, αυτές οι ομοιότητες υποδηλώνουν ότι ο πίνακας είναι ένα αντίγραφο του πρωτότυπου, αλλά κάποιοι άλλοι πιστεύουν ότι είναι μια πρώτη, ατελείωτη εκδοχή του πίνακα, που ζωγραφίστηκε από τον ίδιο τον Ντα Βίντσι.
Αυτή η διαμάχη μαίνεται εδώ και δεκαετίες. Τώρα όμως, το πορτραίτο βρίσκεται στο επίκεντρο μιας άλλης διαμάχης: Αυτής για την ιδιοκτησία του. Και βέβαια, μετά και την πώληση του -αμφισβητούμενης αυθεντικότητας- «Salvator Mundi» το 2017, σε τιμή ρεκόρ, καταλαβαίνει κανείς ότι το διακύβευμα εδώ είναι εκατομμύρια δολάρια.
Γνωστός και ως «πρώτη Μόνα Λίζα», ο πίνακας έχει περάσει το μεγαλύτερο μέρος των τελευταίων 50 χρόνων κρυμμένος σε ένα χρηματοκιβώτιο, σε μια ελβετική τράπεζα. Αποκτήθηκε το 2008 από μια μυστικοπαθή κοινοπραξία και έχει έκτοτε εκτεθεί σε κάποιες γκαλερί, όπως στη Σιγκαπούρη το 2014 και στη Σαγκάη δύο χρόνια αργότερα.
Η «Μόνα Λίζα του Άιλγουορθ»
Τον περασμένο Ιούνιο βρέθηκε στη Φλωρεντία, στο Palazzo Bastogi και ήταν η πρώτη φορά που είχε την ευκαιρία να τον θαυμάσει το ευρωπαϊκό κοινό εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Και καθώς η έκθεση έφτανε στο τέλος της, ένας ανώνυμος άνθρωπος διεκδίκησε νομικά το ένα τέταρτο της ιδιοκτησίας του. Ο δικηγόρος του ανώνυμου διεκδικητή, Τζιοβάνι Μπατίστα Πρότι, περιγράφει απλώς τον πελάτη του ως μέλος «μιας επιφανούς ευρωπαϊκής οικογένειας» και λέει ότι έχει στην κατοχή του ιστορικές αποδείξεις που δείχνουν ότι ο προηγούμενος ιδιοκτήτης το έργου πούλησε το ένα τέταρτό του σε ένα πρόγονο του πελάτη του, ο οποίος με τη σειρά του το κληρονόμησε. Ανήσυχος ότι ο πίνακας θα εξαφανιστεί και πάλι στο «κρησφύγετό του» στην Ελβετία, ο Πρότι ζήτησε από ένα δικαστήριο στη Φλωρεντία να απαγορεύσει τουλάχιστον την έξοδό του από την Ιταλία έως ότου αποσαφηνιστεί το θέμα της νόμιμης ιδιοκτησίας του.
Οι άλλοι ιδιοκτήτες παραμένουν ανώνυμοι και κανείς δεν μπορεί να επικοινωνήσει μαζί τους. Όμως, ένας οργανισμός που εδρεύει στη Ζυρίχη, το Ίδρυμα Μόνα Λίζα, το οποίο έχει ως σκοπό να διερευνήσει την ιστορία και την προέλευση του πίνακα, παρότι επιμένει ότι δεν έχει καμία σχέση με την ανώνυμη κοινοπραξία, λέει ότι οι διεκδικήσεις του άλλου πιθανού ιδιοκτήτη δεν έχουν καμία βάση.
Ένας αιώνας μυστηρίου
Η αξίωση της ανώνυμης οικογένειας έχει τις ρίζες της στην πρόσφατη ιστορία του πίνακα. Παρότι υπάρχουν μεγάλα κενά αναφορικά με την πορεία του στο παρελθόν, οι ιστορικοί της Τέχνης μπορούν να βρουν τα ίχνη του πίνακα από τις αρχές του 20ού αιώνα, όταν αυτός ανακαλύφθηκε από τον συλλέκτη Χιού Μπλέικερ σε ένα σπίτι στην αγγλική επαρχία.
Ο Μπλέικερ πήρε τον πίνακα στο στούντιό του στο Άιλγουορθ, ένα προάστειο στο δυτικό Λονδίνο, απ’ όπου και ο πίνακας πήρε το όνομά του. Πεπεισμένος ότι ήταν ένα πορτραίτο της νεαρής Λίζα ντελ Τζιοκόντο, του μοντέλου και του πίνακα που βρίσκεται στο Λούβρο, ο πατριός του Μπλέικερ, Τζον Έιρ, δημοσίευσε μια έρευνα με την οποία διατείνεται ότι πρόκειται για έργο του Λεονάρντο. Ο ζωγράφος συνήθιζε εξάλλου να δημιουργεί πολλαπλά αντίγραφα του κάθε πίνακά του.
Μετά το θάνατο του Μπλέικερ, ο πίνακας πουλήθηκε στο συλλέκτη Χένρι Φ. Πούλιτζερ, ο οπός επίσης ήταν βέβαιος ότι ο πίνακας ήταν του Λεονάρντο Ντα Βίντσι. Μάλιστα, εξέδωσε ένα βιβλίο, το 1966, με τίτλο «Που είναι η Μόνα Λίζα;», στο οποίο έγραψε ότι στην πραγματικότητα ο δικός του πίνακας ήταν ο μόνος αυθεντικός.
Ο Πούλιτζερ μετέφερε τον πίνακα στην Ελβετία το 1975 και μετά το θάνατό του, τέσσερα χρόνια αργότερα, αυτός πέρασε στην ιδιοκτησία της συντρόφου του, Ελίζαμπεθ Μέγιερ. Όταν πέθανε και η Μέγιερ, το 2008, ο πίνακας αποκτήθηκε από την κοινοπραξία που τον κατέχει σήμερα και ήταν την ίδια χρονιά που ιδρύθηκε το Ίδρυμα Μόνα Λίζα.
Όμως, ο Πρότι ισχυρίζεται ότι η Μέγιερ είχε στην ιδιοκτησία της μόνο τα τρία τέταρτα του πίνακα. Λέει ότι το 1964, η γκαλερί Πούλιτζερ πούλησε το 25% του πίνακα σε έναν κατασκευαστή πορσελάνης με έδρα την Πορτογαλία, ονόματι Λίλαντ Γκίλμπερτ. Μια υποτιθέμενη απόδειξη για την αγορά -του 1964- εμφανίζει τον Πούλιτζερ να δέχεται να πουλήσει το ένα τέταρτο του πίνακα για 4.000 λίρες (περίπου 70.000 σημερινά ευρώ). Ο Πρότι λέει ότι οι πελάτες του είναι κληρονόμοι της περιουσίας του Γκίλμπερτ και άρα οι νόμιμοι κάτοχοι του 25% του πίνακα.
Ο δικηγόρος του Ιδρύματος Μόνα Λίζα, Μάρκο Παρντούτσι, ο οποίος τόνισε ότι δεν μιλάει εκ μέρους των ιδιοκτητών, είπε στο CNNi ότι η διεκδίκηση του Πρότι είναι έωλη. Η διεκδίκηση δεν γίνεται μόνο για την τιμή των όπλων φυσικά. Ο πίνακας «Salvator Mundi» που αναφέρθηκε πιο πάνω, είναι το πιο ακριβό έργο τέχνης που πουλήθηκε ποτέ σε δημοπρασία και αγοράστηκε για 450.3 εκατομμύρια δολάρια το Νοέμβριο του 2017.
Κι αυτός ο πίνακας θεωρείτο αντίγραφο και αγοράστηκε από συλλέκτες έναντι 10.000 δολαρίων το 2005.
Το μυστήριο της Μόνα ΛίζαVideo: Το μυστήριο της Μόνα Λίζα
Αφού ο πίνακας αποκαταστάθηκε και διερευνήθηκε εξονυχιστικά, η Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου τον παρουσίασε ως μέρος της έκθεσής της για το Λεονάρντο, μια κίνηση που οδήγησε και στην ιστορική αγοραπωλησία του. Την ώρα που πιστεύεται ότι λιγότεροι από 20 πίνακες του Λεονάρντο έχουν επιβιώσει, από τους οποίους μόνο ο «Salvator Mundi» παραμένει σε ιδιωτικά χέρια, οι ιδιοκτήτες της «Μόνα Λίζα του Άιλγουορθ», προφανώς ελπίζουν για μια ανάλογη συνέχεια.
Πάντως, σύμφωνα με τον Πρότι, ο οποίος έχει αναλάβει την υπόθεση χωρίς αμοιβή, η οικογένεια την οποία εκπροσωπεί δεν ενδιαφέρεται για το κέρδος. Θέλει μόνο να εκτεθεί ο πίνακας για το κοινό. «Δεν θέλουν να μείνει ο πίνακας για άλλα 40-50 χρόνια σε κάποιο ελβετικό χρηματοκιβώτιο», λέει και συμπληρώνει: «Δεν είναι θέμα χρημάτων. Είναι θέμα υπομονής για κάτι που πρέπει να γίνει. Ο πίνακας δεν έχει αξία για τους ιδιοκτήτες του, αλλά για όλη την ανθρωπότητα».
Το Ίδρυμα Μόνα Λίζα, όμως, έχει ερωτήματα για το χρονικό σημείο της διεκδίκησης. Ο Διευθύνων Σύμβουλος του Ιδρύματος, Τζόελ Φέλντμαν, λέει ότι οι πελάτες του Πρότι ίσως ενδιαφέρθηκαν τώρα, μετά τη δημοσίευση μελετών που αποδίδουν τον πίνακα στο Λεονάρντο, ή λόγω του τεράστιου ενδιαφέροντος για τον καλλιτέχνη, καθώς πρόσφατα ήταν η επέτειος των 500 χρόνων από το θάνατό του. Ο Πρότι αντιτείνει ότι η απόφαση να γίνει τώρα η διεκδίκηση ήταν καθαρά θέμα δικαιοδοσίας, επειδή ο πίνακας βρέθηκε στη Φλωρεντία.
Επιστημονικές διαφωνίες
Όπως και στην περίπτωση του «Salvator Mundi», η προσπάθεια να πιστοποιηθεί η αυθεντικότητα των έργων του Λεονάρντο είναι πολύ δύσκολη. Η «Μόνα Λίζα του Άιλγουορθ» έχει μια επιπλέον δυσκολία: Είναι 50 χρόνια κλειδωμένη και ελάχιστοι ειδικοί είχαν την ευκαιρία να τη μελετήσουν.
Το Ίδρυμα Μόνα Λίζα έχει στην κατοχή του μια σειρά από έρευνες, από την εποχή του Μπλέικερ και του Έιρ, που δειχνουν ότι ο πίνακας είναι αυθεντικός. Το γεγονός ότι ο πίνακας ζωγραφίστηκε σε καμβά και όχι σε ξύλο, αλλά και κάποιες εμφανείς διαφορές με τη Μόνα Λίζα του Λούβρου, δείχνουν ότι δεν ήταν απλώς μια απόπειρα να κοπιαριστεί ο πίνακας.
Πολλοί ειδικοί, όμως, πιστεύουν ότι είναι αντίγραφο. Ένας από αυτούς είναι ο Μάρτιν Κεμπ, ειδικός στο Λεονάρντο του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης. «Ο πίνακας δεν μπήκε ποτέ στη συζήτηση. Όσοι έχουν γράψει σοβαρά για το Λεονάρντο, ή τον αγνόησαν ή τον απέρριψαν», λέει. «Βλέπουμε πολλές εκδοχές της Μόνα Λίζα. Κι αυτή η συγκεκριμένη κατηγοριοποιείται στη μέση της κατάταξης. Δεν είναι κακό αντίγραφο, αλλά δεν είναι και πειστικό», καταλήγει.
Αυτή η διαμάχη μαίνεται εδώ και δεκαετίες. Τώρα όμως, το πορτραίτο βρίσκεται στο επίκεντρο μιας άλλης διαμάχης: Αυτής για την ιδιοκτησία του. Και βέβαια, μετά και την πώληση του -αμφισβητούμενης αυθεντικότητας- «Salvator Mundi» το 2017, σε τιμή ρεκόρ, καταλαβαίνει κανείς ότι το διακύβευμα εδώ είναι εκατομμύρια δολάρια.
Γνωστός και ως «πρώτη Μόνα Λίζα», ο πίνακας έχει περάσει το μεγαλύτερο μέρος των τελευταίων 50 χρόνων κρυμμένος σε ένα χρηματοκιβώτιο, σε μια ελβετική τράπεζα. Αποκτήθηκε το 2008 από μια μυστικοπαθή κοινοπραξία και έχει έκτοτε εκτεθεί σε κάποιες γκαλερί, όπως στη Σιγκαπούρη το 2014 και στη Σαγκάη δύο χρόνια αργότερα.
Η «Μόνα Λίζα του Άιλγουορθ»
Τον περασμένο Ιούνιο βρέθηκε στη Φλωρεντία, στο Palazzo Bastogi και ήταν η πρώτη φορά που είχε την ευκαιρία να τον θαυμάσει το ευρωπαϊκό κοινό εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Και καθώς η έκθεση έφτανε στο τέλος της, ένας ανώνυμος άνθρωπος διεκδίκησε νομικά το ένα τέταρτο της ιδιοκτησίας του. Ο δικηγόρος του ανώνυμου διεκδικητή, Τζιοβάνι Μπατίστα Πρότι, περιγράφει απλώς τον πελάτη του ως μέλος «μιας επιφανούς ευρωπαϊκής οικογένειας» και λέει ότι έχει στην κατοχή του ιστορικές αποδείξεις που δείχνουν ότι ο προηγούμενος ιδιοκτήτης το έργου πούλησε το ένα τέταρτό του σε ένα πρόγονο του πελάτη του, ο οποίος με τη σειρά του το κληρονόμησε. Ανήσυχος ότι ο πίνακας θα εξαφανιστεί και πάλι στο «κρησφύγετό του» στην Ελβετία, ο Πρότι ζήτησε από ένα δικαστήριο στη Φλωρεντία να απαγορεύσει τουλάχιστον την έξοδό του από την Ιταλία έως ότου αποσαφηνιστεί το θέμα της νόμιμης ιδιοκτησίας του.
Οι άλλοι ιδιοκτήτες παραμένουν ανώνυμοι και κανείς δεν μπορεί να επικοινωνήσει μαζί τους. Όμως, ένας οργανισμός που εδρεύει στη Ζυρίχη, το Ίδρυμα Μόνα Λίζα, το οποίο έχει ως σκοπό να διερευνήσει την ιστορία και την προέλευση του πίνακα, παρότι επιμένει ότι δεν έχει καμία σχέση με την ανώνυμη κοινοπραξία, λέει ότι οι διεκδικήσεις του άλλου πιθανού ιδιοκτήτη δεν έχουν καμία βάση.
Ένας αιώνας μυστηρίου
Η αξίωση της ανώνυμης οικογένειας έχει τις ρίζες της στην πρόσφατη ιστορία του πίνακα. Παρότι υπάρχουν μεγάλα κενά αναφορικά με την πορεία του στο παρελθόν, οι ιστορικοί της Τέχνης μπορούν να βρουν τα ίχνη του πίνακα από τις αρχές του 20ού αιώνα, όταν αυτός ανακαλύφθηκε από τον συλλέκτη Χιού Μπλέικερ σε ένα σπίτι στην αγγλική επαρχία.
Ο Μπλέικερ πήρε τον πίνακα στο στούντιό του στο Άιλγουορθ, ένα προάστειο στο δυτικό Λονδίνο, απ’ όπου και ο πίνακας πήρε το όνομά του. Πεπεισμένος ότι ήταν ένα πορτραίτο της νεαρής Λίζα ντελ Τζιοκόντο, του μοντέλου και του πίνακα που βρίσκεται στο Λούβρο, ο πατριός του Μπλέικερ, Τζον Έιρ, δημοσίευσε μια έρευνα με την οποία διατείνεται ότι πρόκειται για έργο του Λεονάρντο. Ο ζωγράφος συνήθιζε εξάλλου να δημιουργεί πολλαπλά αντίγραφα του κάθε πίνακά του.
Μετά το θάνατο του Μπλέικερ, ο πίνακας πουλήθηκε στο συλλέκτη Χένρι Φ. Πούλιτζερ, ο οπός επίσης ήταν βέβαιος ότι ο πίνακας ήταν του Λεονάρντο Ντα Βίντσι. Μάλιστα, εξέδωσε ένα βιβλίο, το 1966, με τίτλο «Που είναι η Μόνα Λίζα;», στο οποίο έγραψε ότι στην πραγματικότητα ο δικός του πίνακας ήταν ο μόνος αυθεντικός.
Ο Πούλιτζερ μετέφερε τον πίνακα στην Ελβετία το 1975 και μετά το θάνατό του, τέσσερα χρόνια αργότερα, αυτός πέρασε στην ιδιοκτησία της συντρόφου του, Ελίζαμπεθ Μέγιερ. Όταν πέθανε και η Μέγιερ, το 2008, ο πίνακας αποκτήθηκε από την κοινοπραξία που τον κατέχει σήμερα και ήταν την ίδια χρονιά που ιδρύθηκε το Ίδρυμα Μόνα Λίζα.
Όμως, ο Πρότι ισχυρίζεται ότι η Μέγιερ είχε στην ιδιοκτησία της μόνο τα τρία τέταρτα του πίνακα. Λέει ότι το 1964, η γκαλερί Πούλιτζερ πούλησε το 25% του πίνακα σε έναν κατασκευαστή πορσελάνης με έδρα την Πορτογαλία, ονόματι Λίλαντ Γκίλμπερτ. Μια υποτιθέμενη απόδειξη για την αγορά -του 1964- εμφανίζει τον Πούλιτζερ να δέχεται να πουλήσει το ένα τέταρτο του πίνακα για 4.000 λίρες (περίπου 70.000 σημερινά ευρώ). Ο Πρότι λέει ότι οι πελάτες του είναι κληρονόμοι της περιουσίας του Γκίλμπερτ και άρα οι νόμιμοι κάτοχοι του 25% του πίνακα.
Ο δικηγόρος του Ιδρύματος Μόνα Λίζα, Μάρκο Παρντούτσι, ο οποίος τόνισε ότι δεν μιλάει εκ μέρους των ιδιοκτητών, είπε στο CNNi ότι η διεκδίκηση του Πρότι είναι έωλη. Η διεκδίκηση δεν γίνεται μόνο για την τιμή των όπλων φυσικά. Ο πίνακας «Salvator Mundi» που αναφέρθηκε πιο πάνω, είναι το πιο ακριβό έργο τέχνης που πουλήθηκε ποτέ σε δημοπρασία και αγοράστηκε για 450.3 εκατομμύρια δολάρια το Νοέμβριο του 2017.
Κι αυτός ο πίνακας θεωρείτο αντίγραφο και αγοράστηκε από συλλέκτες έναντι 10.000 δολαρίων το 2005.
Το μυστήριο της Μόνα ΛίζαVideo: Το μυστήριο της Μόνα Λίζα
Αφού ο πίνακας αποκαταστάθηκε και διερευνήθηκε εξονυχιστικά, η Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου τον παρουσίασε ως μέρος της έκθεσής της για το Λεονάρντο, μια κίνηση που οδήγησε και στην ιστορική αγοραπωλησία του. Την ώρα που πιστεύεται ότι λιγότεροι από 20 πίνακες του Λεονάρντο έχουν επιβιώσει, από τους οποίους μόνο ο «Salvator Mundi» παραμένει σε ιδιωτικά χέρια, οι ιδιοκτήτες της «Μόνα Λίζα του Άιλγουορθ», προφανώς ελπίζουν για μια ανάλογη συνέχεια.
Πάντως, σύμφωνα με τον Πρότι, ο οποίος έχει αναλάβει την υπόθεση χωρίς αμοιβή, η οικογένεια την οποία εκπροσωπεί δεν ενδιαφέρεται για το κέρδος. Θέλει μόνο να εκτεθεί ο πίνακας για το κοινό. «Δεν θέλουν να μείνει ο πίνακας για άλλα 40-50 χρόνια σε κάποιο ελβετικό χρηματοκιβώτιο», λέει και συμπληρώνει: «Δεν είναι θέμα χρημάτων. Είναι θέμα υπομονής για κάτι που πρέπει να γίνει. Ο πίνακας δεν έχει αξία για τους ιδιοκτήτες του, αλλά για όλη την ανθρωπότητα».
Το Ίδρυμα Μόνα Λίζα, όμως, έχει ερωτήματα για το χρονικό σημείο της διεκδίκησης. Ο Διευθύνων Σύμβουλος του Ιδρύματος, Τζόελ Φέλντμαν, λέει ότι οι πελάτες του Πρότι ίσως ενδιαφέρθηκαν τώρα, μετά τη δημοσίευση μελετών που αποδίδουν τον πίνακα στο Λεονάρντο, ή λόγω του τεράστιου ενδιαφέροντος για τον καλλιτέχνη, καθώς πρόσφατα ήταν η επέτειος των 500 χρόνων από το θάνατό του. Ο Πρότι αντιτείνει ότι η απόφαση να γίνει τώρα η διεκδίκηση ήταν καθαρά θέμα δικαιοδοσίας, επειδή ο πίνακας βρέθηκε στη Φλωρεντία.
Επιστημονικές διαφωνίες
Όπως και στην περίπτωση του «Salvator Mundi», η προσπάθεια να πιστοποιηθεί η αυθεντικότητα των έργων του Λεονάρντο είναι πολύ δύσκολη. Η «Μόνα Λίζα του Άιλγουορθ» έχει μια επιπλέον δυσκολία: Είναι 50 χρόνια κλειδωμένη και ελάχιστοι ειδικοί είχαν την ευκαιρία να τη μελετήσουν.
Το Ίδρυμα Μόνα Λίζα έχει στην κατοχή του μια σειρά από έρευνες, από την εποχή του Μπλέικερ και του Έιρ, που δειχνουν ότι ο πίνακας είναι αυθεντικός. Το γεγονός ότι ο πίνακας ζωγραφίστηκε σε καμβά και όχι σε ξύλο, αλλά και κάποιες εμφανείς διαφορές με τη Μόνα Λίζα του Λούβρου, δείχνουν ότι δεν ήταν απλώς μια απόπειρα να κοπιαριστεί ο πίνακας.
Πολλοί ειδικοί, όμως, πιστεύουν ότι είναι αντίγραφο. Ένας από αυτούς είναι ο Μάρτιν Κεμπ, ειδικός στο Λεονάρντο του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης. «Ο πίνακας δεν μπήκε ποτέ στη συζήτηση. Όσοι έχουν γράψει σοβαρά για το Λεονάρντο, ή τον αγνόησαν ή τον απέρριψαν», λέει. «Βλέπουμε πολλές εκδοχές της Μόνα Λίζα. Κι αυτή η συγκεκριμένη κατηγοριοποιείται στη μέση της κατάταξης. Δεν είναι κακό αντίγραφο, αλλά δεν είναι και πειστικό», καταλήγει.
Πηγή: cnn