Πάνος Γαβαλάς
Γεννήθηκε στις 26 Νοεμβρίου 1926 στο Παγκράτι, στην περιοχή της Γούβας πίσω από το Καλλιμάρμαρο. Καταγόταν από νησιώτικη οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν από τη Φολέγανδρο και η μητέρα του από την Ικαρία. Η πρώτη επαφή του με τη μουσική έγινε στα παιδικά του χρόνια, με μια φυσαρμόνικα που έπαιζε στους προσκόπους και λίγο μετά με τις χαβάγιες, με τις οποίες έκανε προπολεμικά καντάδες. Στα χρόνια της κατοχής εντάχθηκε στον ΕΛΑΣ και βρέθηκε στο τμήμα διασκέδασης όπου και τραγουδούσε τα αγωνιστικά τραγούδια, «Εμπρός, ΕΛΑΣ για την Ελλάδα…» κ.λπ. Το 1945 άνοιξε τσαγκαράδικο στην Καισαριανή, ενώ, ταυτόχρονα δούλεψε και μια ταβέρνα που είχε παλιότερα ο πατέρας του στο Παγκράτι. Την έκλεισαν, όμως, γιατί μαζευόντουσαν αριστεροί. Τότε πρωτόπιασε την κιθάρα και με δυο τρεις φίλους του από την ίδια περιοχή έκανε ένα μικρό συγκρότημα κι έπαιζαν τραγούδια της εποχής. Τα άλλα παιδιά, αυτού του πρώτου μικρού συγκροτήματος, συνέχισαν κάνοντας μια μικρή καριέρα σε ταβέρνες, ενώ ο Πάνος Γαβαλάς ακολούθησε το λαϊκό τραγούδι. Παντρεύτηκε νωρίς, το 1948 με τη Ζωή Μουστάκη κι ένα χρόνο μετά απέκτησε τον γιο του Γιάννη. Δύσκολες εποχές. Δεκεμβριανά, εμφύλιος, φτώχεια, ανέχεια. Για να μπορέσει να ανταπεξέλθει στην οικογένειά του το πρωί δούλευε, τσαγκάρης, ψαράς, κουρέας, ηλεκτροσυγκολλητής και φορτοεκφορτωτής (παλιότερα) και το βράδυ έπαιζε σε μικρά λαϊκά ταβερνάκια. Έτσι πορεύτηκε τα πρώτα χρόνια, δύσκολα, στερημένα, όπως, άλλωστε έζησαν και οι περισσότεροι άνθρωποι εκείνης της γενιάς.
Το 1950 και ο Τσιτσάνης
Παίζοντας κιθάρα, μπουζούκι και τραγουδώντας στο πνεύμα της εποχής ακολούθησε το δρόμο του λαϊκού τραγουδιού στο οποίο κυριαρχούσαν οι φωνές του Πρόδρομου Τσαουσάκη και του Σταύρου Τζουανάκου. Το 1950 βρέθηκε σαν μπουζουξής στο πάλκο του κέντρου Φαληρικόν το οποίο, ασκώντας μεταξύ άλλων τότε και το επάγγελμα του ψαρά, προμήθευε με ψάρια. Εκεί γνωρίστηκε με τον Βασίλη Τσιτσάνη ο οποίος τον πήγε στην Columbia και έπαιξαν μαζί σε κάποιες από τις ιστορικές ηχογραφήσεις με τον Τσαουσάκη, τη Νίνου και τη Μπέλλου. Για την ιστορία παραθέτω κάποια από τα τραγούδια που ηχογραφήθηκαν στα τέλη του 1950 και στα οποία έπαιξαν μπουζούκια ο Β. Τσιτσάνης με τον Πάνο Γαβαλά. «Στρώσε μου να κοιμηθώ» με τους Τσαουσάκη, Ρ. Ντάλλια, «Το όνειρο της αδελφής» με τους Μαρ. Νίνου, Πρ. Τσαουσάκη, Β. Τσιτσάνη, «Η αχλάδα έχει πίσω την ουρά της» με τους Τσιτσάνη, Πρ. Τσαουσάκη, Ρ. Στάμου, «Το παράπονο του ξενητεμένου» («Σαν απόκληρος γυρίζω») με τη Σωτ. Μπέλλου, «Μες στο κελί μου ξάγρυπνος» με τον Πρ. Τσαουσάκη και άλλα. Με τον Βασίλη Τσιτσάνη ξαναμπήκε στην αίθουσα φωνοληψίας της Columbia τον Φεβρουάριο του 1956. Σαν τραγουδιστής πλέον, ερμηνεύοντας τις συνθέσεις του Τσιτσάνη «Κατάδικος για πάντα» και «Κέρνα με πόνε κέρνα με». Βαριά τραγούδια στο ύφος της νέας εποχής που ερμηνευτικά διαμορφωνόταν από τις φωνές του Στ. Καζαντζίδη, του Π. Γαβαλά και του Β. Περπινιάδη.
Στάσου στο 14 & Σιγανοψιχάλισμα
Το ξεκίνημά του στη δισκογραφία σαν τραγουδιστής έγινε τον Απρίλιο του 1954 με τα τραγούδια του Κώστα Καπλάνη «Το άδικο» και «Ζωή σερέτισσα». Τη χρονιά αυτή φωνογράφησε μόνο 7 τραγούδια τα οποία δεν είχαν την επιτυχία εκείνη που θα τον επέβαλε άμεσα στη δισκογραφία κι έτσι το κλίμα εκ μέρους της εταιρίας δεν ήταν και το καλύτερο απέναντί του. Ίσως, γι αυτό θυμότανε και ανάφερε σε κάποια συνέντευξή του: «Τα πρώτα εφτά τραγούδια που είπα σε δίσκο δεν πιάσανε και με πετάξανε ενάμισι χρόνο έξω από την εταιρία».
Το 1955, όμως, ακολούθησαν οι συνεργασίες του με τον Γερ. Κλουβάτο, τον Μπ. Μπακάλη και τον Απόστολο Καλδάρα που αντέστρεψαν το «εις βάρος του» κλίμα. Με τον Απόστολο Καλδάρα είχε εκτεταμένη συνεργασία, τόσο στους δίσκους, όσο και στα κέντρα. Το 1955 συνεργάστηκαν μαζί στο κέντρο «Θείος» που βρισκόταν στην περιοχή του Βλάχου στα σύνορα Ν. Ιωνίας, Ν. Φιλαδέλφειας και Μεταμόρφωσης, με το συγκρότημα Καλδάρα, Τσαουσάκη και τον Μιχάλη Μενιδιάτη (Καλογράνη) στο ξεκίνημά του. Στην περίοδο αυτή 1955-56 τραγούδησε περί τα 14 τραγούδια του Απόστολου Καλδάρα, ανάμεσά τους και το χαρακτηριστικό «Στάσου στο 14» σε στίχους Κ. Βίρβου που μαζί με το «Σιγανοψιχάλισμα», την πρώτη δική του σύνθεση σε στίχους Χαρ. Βασιλειάδη «Τσάντα» υπήρξαν οι πρώτες μεγάλες επιτυχίες του. Έτυχε να ηχογραφηθούν μαζί την ίδια ημέρα της 1ης Οκτωβρίου του 1956 σημαδεύοντας έτσι μια οριακή στιγμή και στροφή της καριέρας του. Την εποχή που έκανε το «Σιγανοψιχάλισμα» έπαιζε σε ένα μαγαζί στου Ζωγράφου που λεγόταν «Γαρδένια». Από εκεί ξεκίνησε η ιστορία του τραγουδιού που όπως έλεγε χαρακτηριστικά τον «καταδίκασε». Τον καθιέρωσε και τον «καταδίκασε» στην επιτυχία και τον ανταγωνισμό στην πρώτη γραμμή του λαϊκού τραγουδιού για 30 χρόνια. Μεγάλη επιτυχία και ένα από τα διαχρονικότερα και ομορφότερα τραγούδια της δεκαετίας του 50.
Το 1959 & οι γλάροι
Με το Νίκο Μεϊμάρη, που έγραψε τους γλάρους, γνωριζόντουσαν από την Καισαριανή, όπου ο Γαβαλάς είχε το τσαγκαράδικο. Απέναντι ακριβώς, στην άλλη γωνία, ο Νίκος Μεϊμάρης είχε κουρείο. Και όπως οι μουσικές παρέες και τα όργανα είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας και της μυθολογίας αυτών των ιδιαίτερων καλλιτεχνικών εστιών της παλιάς συνοικίας, έτσι κι εκεί υπήρχαν κρεμασμένα διάφορα έγχορδα μουσικά όργανα που περίμεναν το μαγικό άγγιγμα στις χορδές τους από τα χέρια των μαστόρων της γειτονιάς. Στο κουρείο του Μεϊμάρη, όπου πεταγόταν καθημερινά από απέναντι τις ελεύθερες στιγμές του ο Πάνος Γαβαλάς, γράφτηκαν οι «Γλάροι», το «Πόσο μού ‘χεις λείψει», το «Τριαντάφυλλο έχεις βάλει στα μαλλιά σου» και τ’ άλλα τραγούδια της συνεργασίας τους. Ήταν μια κυριολεκτικά χρυσή εποχή για το λαϊκό τραγούδι που σημαδεύτηκε από τα αθάνατα αυτά τραγούδια. Η εισαγωγή των «γλάρων» αποτέλεσε το χαρακτηριστικό ηχητικό σήμα των διαφημιστικών εκπομπών της Odeon-Parlophone και μετέπειτα Minos που ακουγόντουσαν στο ραδιόφωνο για δεκαετίες. Από την άλλη η Columbia-His Masters Voice είχε για σήμα της την εισαγωγή από τη «Συννεφιασμένη Κυριακή» του Τσιτσάνη στην εκτέλεση με τον Καζαντζίδη. Τα θρυλικά μεθυστικά τραγούδια του 1959. «Οι γλάροι», «Μάγισσα Θεσσαλονίκη», «Φεύγω γεια σου-γεια σου», «Χωρίς τον ξενοδόχο λογαριάζαμε». Εκεί ο Γαβαλάς έπιασε και την κορυφή απ’ την οποία δεν κατέβηκε μέχρι το τέλος και μαζί με τον Καζαντζίδη, τον Περπινιάδη και τον Αγγελόπουλο έφτιαξαν την πρώτη θρυλική τετράδα του λαϊκού τραγουδιού.
Γαβαλάς – Καζαντζίδης
Τα χρόνια εκείνα, αλλά και αργότερα, υπήρχαν φήμες που ήθελαν τους δύο τραγουδιστές να μην έχουν καλές σχέσεις. Ποτέ, όμως, δεν υπήρξε αντιπαλότητα και κόντρα μεταξύ τους. Υπήρχε αλληλοεκτίμηση. Πως θα μπορούσε να είναι σε κόντρα ο Γαβαλάς με τον Καζαντζίδη, άλλωστε, όταν από τη μια ήταν γνωστή η αγάπη του τελευταίου για το ψάρεμα και από την άλλη ο πρώτος ήτανε ψαράς. Και για ψάρεμα είχαν πάει παρέα και τα κρασιά τους είχανε πιει και επισκέπτονταν ο ένας τον άλλον. Ακόμη και καλλιτεχνικά υπήρξαν στιγμές που ο ένας τραγούδησε τραγούδια του άλλου, στη δισκογραφία. Όταν στα μέσα της δεκαετίας του 50 ο Γαβαλάς ξεκινούσε την τραγουδιστική του καριέρα στην Odeon, ερμήνευσε σε δεύτερη εκτέλεση κάποια από τα τραγούδια που είχε πει ο Καζανζίδης στην Columbia. «Πέφτουν τα φύλλα απ’ τα κλαριά», «Κατάδικος για πάντα», «Παλιοκόριτσο με πήρες στο λαιμό σου», «Φωνάξτε τη μανούλα μου», «Η πρώτη αγάπη σου είμαι εγώ» και το 1961 κάποια από τα έντεχνα λαϊκά του Χατζιδάκι και του Θεοδωράκη «Αθήνα», «Ο κυρ-Αντώνης», «Βράχο-βράχο» (Αυτά τα τραγούδια είναι και από τα τελευταία που φωνογράφησε στην Odeon πριν βρεθεί στην Columbia στην οποία, τελικά, είπε σε πρώτη εκτέλεση και δύο τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη, τα «Κάποιο πρωινό στον Πειραιά» και «Το έρημο λιμάνι» σε στίχους του Χρήστου Κολοκοτρώνη). Και ο Καζαντζίδης, όμως, επανεκτέλεσε τραγούδια που είχε πει πρώτα ο Γαβαλάς: «Θα βρω μουρμούρη μπαγλαμά» (1959) «Φύγε κι άσε με» και «Μείνε αγάπη μου κοντά μου» (το 1962 στην Αυστραλία) «Στην πόρτα σου», «Ο δρόμος δίχως σύνορα» (1964) και τέλος το «Στο πικραμένο δειλινό» (1994).
Η καθιέρωση
Είχε φτιάξει, πλέον, το δικό του ξεχωριστό ύφος ερμηνείας. Η φωνή του είχε βρει το πάτημά της και ξεχώριζε για το ιδιαίτερο χρώμα της και το ρομαντισμό της. Οι ερμηνείες του γοήτευαν και οι εμφανίσεις του στα κέντρα έκαναν λίγο, λίγο γνωστή τη μποέμ φιγούρα με το προσεγμένο ντύσιμο και το «αυστηρό», σοβαρό προφίλ που έγινε πιο γνωστό από τις κατοπινές εμφανίσεις στις ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου. Το 1960 εμφανίστηκε στην «Τριάνα του Χειλά» μαζί με την Πόλυ Πάνου και την Έφη Λίντα και στο «Φάρο του Τζίμη» μαζί με την Ούλα Μπάμπα, τον Χρηστάκη και το Χάρη Λεμονόπουλο. Το 1961 εμφανίστηκε στο κέντρο «Νταίζη» στην ακτή Ποσειδώνος σ’ ένα πρόγραμμα που ονομάστηκε οι «Άσσοι του λαϊκού τραγουδιού» μαζί με την Καίτη Γκρέυ, τον Μανώλη Αγγελόπουλο, την Εφη Λίντα και τον Αντώνη Ρεπάνη. Την ίδια χρονιά βρέθηκε ξανά στην «Τριάνα του Χειλά» μαζί με τον Βασίλη Τσιτσάνη, την Πόλυ Πάνου και τον Γιάννη Καραμπεσίνη, καθώς, και στο «Φαληρικόν» στις Τζιτζιφιές μαζί με τον Γιάννη Παπαϊωάννου, τον Στράτο Διονυσίου και τη Ρία Κούρτη. Τα μαύρα δισκάκια της Odeon-Parlophone πλήθαιναν στα τζουκ-μποξ και τα μικρά πικ-απ στις γειτονιές της Αθήνας και της ελληνικής περιφέρειας όταν στα τέλη του 1961 μεταπήδησε στην Columbia-His Masters Voice στην οποία βρέθηκαν και οι φωνές που τον σιγοντάρησαν όλα αυτά τα χρόνια, η Βούλα Γκίκα και η Ρία Κούρτη με την οποία συνδέθηκε καλλιτεχνικά μέχρι το τέλος. Το πέρασμά του στην Columbia έγινε θριαμβευτικά με το «Φύγε κι άσε με» («Η χαριστική βολή») στο οποίο σιγόντο έκανε η σύζυγός του, Ζωή Παναγιώτου όπως αναγραφόταν στις τικέτες των δίσκων, και η οποία είχε σιγοντάρει και τον Στέλιο Καζαντζίδη στα πρώτα του τραγούδια, το 1952-53, ως Ζωή Γαβαλά. Το 1962 συνεργάστηκε με την Καίτη Γκρέυ στο «Πανόραμα» στο Αιγάλεω μαζί με την άρτι αφιχθείσα εξ Αμερικής Σεβάς Χανούμ και αργότερα στου «Περιβόλα» με το συγκρότημα του Γιάννη Παπαϊωάννου. Το 1962 εμφανίστηκε για πρώτη φορά και στο ελληνικό σινεμά, στην ταινία «Ορφανή σε ξένα χέρια», πλάι στον Βασίλη Τσιτσάνη, με το τραγούδι «Όσο με μαλώνεις». Την επόμενη χρονιά, στην ταινία «Το κάθαρμα» με σενάριο τον Niκoυ Φώσκολου, σκηνοθεσία του Κώστα Ανδρίτσου και πρωταγωνιστές τον Γιώργο Φούντα και την Μάρω Κοντού, μαζί με τη Ρία Κούρτη τραγούδησαν το «Κάθε λιμάνι και καημός» του Γιώργου Κατσαρού και του Πυθαγόρα, που έγινε μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του. Το 1964 ψηφίστηκε από τους χιλιάδες αναγνώστες του περιοδικού Ντομινό ως ο πιο δημοφιλής λαϊκός τραγουδιστής και βραβεύτηκε με το «Χρυσό μικρόφωνο» της χρονιάς. Εμφανίστηκε στο κέντρο «Βεντέτα» (Αχαρνών 77) μαζί με τη Ρία Κουρτη, τον Στράτο Διονυσίου, τη Λέλα Παπαδοπούλου και μαέστρο τον Μηνά Πορτοκάλη και τέλος στο πάλκο της ταβέρνας του Φαρέα στη θρυλική κινηματογραφική «Λόλα» του Ντίνου Δημόπουλου με πρωταγωνιστές το Νίκο Κούρκουλο και τη Τζένη Καρέζη, τραγούδησε το «Όνειρο δεμένο στο μουράγιο» του Σταύρου Ξαρχάκου σε στίχους Βαγγέλη Γκούφα. Από τις αρχές μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 60, είχε ένα βασικό κορμό μουσικών κοντά του που αποτελούσαν οι: Σπύρος Λιώσης και Αντ. Κατινάρης μπουζούκια, Βασ. Βασιλειάδης ακορντεόν και βιολί ο Τάσος Κουλούρης με τον οποίο έγραψαν μεγάλες επιτυχίες, όπως τα: «Φύγε κι άσε με», «Εγώ είμαι ένα παλιόπαιδο», «Μακριά μου να φύγεις», «Δεν με πονάς, δεν μ’ αγαπάς» κ.α.
1966 Βεντέττα
Τον Δεκέμβριο του 1965 έλυσε τη συνεργασία του με την Columbia και ανεξαρτητοποιήθηκε δισκογραφικά με τη δημιουργία της Βεντέττα. Για τα χρόνια εκείνα ο Γιάννης Γαβαλάς θυμάται:
«Ο καθένας, από τους μεγάλους τραγουδιστές, δημιούργησε με τον τρόπο του, όπως και ο καθένας πολεμήθηκε με τον τρόπο του, γιατί η δισκογραφία τότε έβγαζε πολλά λεφτά. Γίνανε βιομηχανίες από τη δισκογραφία και τους καλλιτέχνες. Κυκλοφόρησαν βαπόρια. Δούλεψε πάρα πολύς κόσμος στις πλάτες αυτών των ανθρώπων. Οι λαϊκοί τραγουδιστές είχαν μεγάλες διαφορές σε πωλήσεις από όλους τους άλλους. Στα μέσα της δεκαετίας του 60, λοιπόν, τέσσερις καλλιτέχνες προσπάθησαν να κάνουν την επανάστασή τους στη δισκογραφία και να τα βάλουνε με τους Εγγλέζους, όπως τους λέγαμε τότε και τα μεγάλα κεφάλαια. Οι τέσσερις αυτοί καλλιτέχνες ήταν: ο Καζαντζίδης, ο Γαβαλάς, ο Μπιθικώτσης και η Πόλυ Πάνου, που ήταν όλο το λαϊκό τραγούδι. Αυτό ήταν το λαϊκό τραγούδι εκείνης της εποχής, καλώς ή κακώς. Ξεκίνησαν να κάνουν μια εταιρία ελληνική, αλλά το καταλάβανε οι άλλοι και σπείρανε τα ζιζάνια, όπως γίνεται σε όλες τις μεγάλες επιχειρήσεις. Πρώτος απ’ όλους αποσύρθηκε ο Μπιθικώτσης και υπέγραψε συμβόλαιο με την Columbia ξανά. Μετά ο Καζαντζίδης, που είναι μια ολόκληρη ιστορία και μια συζήτηση που δεν είναι της στιγμής, δεν υπέγραψε, βέβαια, με αυτούς τους κολοσσούς, αλλά, αργότερα, έκανε μια δική του εταιρία τη Standard. Κι έτσι ξεκινήσαμε εμείς με 50% ιδιοκτησία δική μου και 50% του Στέλιου του Πελαγίδη, του άντρα της Πόλυς Πάνου εκείνη την εποχή, και κάναμε τη Βεντέττα. Κυκλοφορήσαμε τους πρώτους δισκους, 45άρια, στη μία πλευρά Γαβαλάς και στην άλλη Πόλυ Πάνου. Ξεκινήσαμε με έντεκα νούμερα στην αγορά, με δύο καλλιτέχνες, βασικά. Στα έντεκα αυτά νούμερα υπήρχε ένα σόλο τραγούδι που έχει πει η Ρία Κούρτη και ένας δίσκος ενός παλιού συνεργάτη του πατέρα μου που δεν είχε, τότε, που να κοιμηθεί, του Χρηστάκη, με τη Γάτα και το Έμαθα πως είσαι μάγκας, απ’ την πίσω πλευρά. Αυτοί ήταν οι πρώτοι έντεκα δίσκοι που κυκλοφόρησαν και η παραγωγή ήταν δική μου. Γινότανε χαμός. Δεν προλαβαίναμε. Ερχόντουσαν τα μαγαζιά στα γραφεία της εταιρίας και με το που ξεφόρτωνε το φορτηγό τους δίσκους που μας έφερνε από το εργοστάσιο δεν προλαβαίναμε ούτε τιμολόγια να κόψουμε, πετάγανε τους δίσκους μέσα και φεύγανε. Σκοτωνόντουσαν. Την ίδια εποχή η Κολούμπια για να κάνει αντιπερισπασμό στο Γαβαλά κυκλοφόρησε 25 τραγούδια Θα βρώ μουρμούρη μπαγλαμά κ.α και δεν φτάνει αυτό μας σταματάει κι η Κολούμπια και δεν μας τυπώνει δίσκους. Ερχότανε ο Λαμπρόπουλος εμένα και μου τά ‘λεγε. Καμιά φορά την ιστορία εσείς οι νέοι θα τη μάθετε μόνο από τον Τάκη τον Λαμπρόπουλο. Εάν μιλήσει αυτός. Εάν δεν μιλήσει αυτός, την ιστορία του λαϊκού τραγουδιού δε θα τη μάθετε ποτέ. Εγώ, λοιπόν, σου λέω αυτό που μού ‘λεγε: πες του πατέρα σου να βάλει μυαλό. Να έρθει στην Κολούμπια. Θα καταστραφεί εκείνος, θα καταστραφούμε κι εμείς. Έτσι κι έγινε. Και ο Λαμπρόπουλος έχασε την εταιρία και ο Γαβαλάς καταστράφηκε, οικονομικά. Εκείνη η χρονιά, πάντως, ήτανε η χρονιά του. Το βλέπαμε στο σπίτι. Υπήρχε ένας ενθουσιασμός. Καθότανε και δούλευε, έγραφε. Τα τραγούδια αυτά, τα περισσότερα είναι δικά του. Έπαιρνε και μουσικούς που τους είχε στην ορχήστρα του και τους έβαζε και στη δισκογραφία με δικές τους συνθέσεις, όπως τον Βασίλη Βασιλειάδη, τον Θανάση Πολυκανδριώτη κ.α. Η Βεντέττα ξεκίνησε το ’66, εκεί έβγαλε, γύρω στα 20 τραγούδια και μετά από ένα εξάμηνο απεχώρησε. Από εκεί και πέρα μέχρι το 1971 η Βεντέττα λειτούργησε με την Πόλυ Πάνου. Εμείς το 1967 κάναμε τη Sonata».
Καλοκαίρι 1966
Ο Γιάννης Σταματίου ή Σπόρος είχε μια μικρή συνεργασία μαζί του στις αρχές του 50 σε ένα μικρό κέντρο στην Καισαριανή και το 1955 έπαιξε μπουζούκι στα τραγούδια «Γονείς που θρέφετε παιδιά», «Το ποτήρι είν’ ο γιατρός», «Πέφτουν τα φύλλα απ’ τα κλαριά», «Απόψε είσαι για φιλί», «Το παλικάρι πού ‘σβησε» και «Στο πικραμένο δειλινό». Το 1966 όταν είχε επιστρέψει από την Αμερική και εμφανιζόταν στο «Παγκόσμιο» με τη Μαρινέλλα, θυμόταν ότι ο Πάνος Γαβαλάς είχε πολύ μεγάλο σουξέ στην «Τριάνα του Χειλά». Το καλοκαίρι του 1966 ο Βασίλης Χειλάς πήρε, τότε, και το «Παγκόσμιο», τη νεότερη «Φαντασία» και έφτιαξε ένα πρόγραμμα με τους Γ. Μουζάκη, Γ. Βογιατζή, Τ. Βαβάτσικο, Αντζ. Ζήλεια, Μεταξόπουλο και Φοντάνα στο χορευτικό και ήθελε τον Γαβαλά στην λαϊκή ώρα. Ο Γαβαλάς, όμως, δεν δέχτηκε και έτσι ο Χειλάς φοβούμενος, ότι μπορεί να τον χάσει και από το χειμερινό πρόγραμμα στην Τριάνα, άνοιξε δίπλα καινούριο μαγαζί ειδικά για τον Γαβαλά!
Sonata 1967-1972
Το 1967 εμφανίστηκε στην «Τριάνα» μαζί με τη Ρία Κούρτη, την Πόπη Πόλλυ και την ορχήστρα του Μηνά Πορτοκάλη. Το 1968 στην καλοκαιρινή «Βεντέτα» του Στέλιου Μπαμπακιά στη Λεωφόρο Ποσειδώνος στις Τζιτζιφιές με το Μπάμπη Τσετίνη και το Γιώργο Νταλάρα. Το 1969 στο «Φαληρικόν» με τον Βαγγέλη Περπινιάδη και τον Βασίλη Τσιτσάνη. Το 1970 στο «Γαλαξία», Λιοσίων 260, και αργότερα στο «Χρυσό Βαρέλι». Το 1971στο «Μαξίμ» μαζί με τον Αντώνη Ρεπάνη και το 1972 στο «Πρόσωπο Νο 2» μαζί με τον Χρηστάκη.
Η Sonata άνοιξε το 1967 και λειτούργησε μέχρι το 1972. Μια πενταετία γεμάτη δίσκους και επιτυχίες σ’ ένα εγχείρημα που, τελικά, δεν μπόρεσε να αντέξει στην πίεση των καταστάσεων (κασετοπειρατεία) και των μεγάλων εταιριών που έδεναν τους συνθέτες με αποκλειστικά συμβόλαια με αποτέλεσμα να μην υπάρχει χώρος για ελεύθερες συνεργασίες. Μπορεί, ο Γαβαλάς, τότε, να μην είχε τη δυνατότητα να συνεργαστεί με τον Τσιτσάνη, τον Καλδάρα και όλους τους άλλους βασικούς συνθέτες της εποχής, κατάφερε, όμως, να επιβιώσει καλλιτεχνικά με τη δική του προσωπικότητα, ανακαλύπτοντας νέα ταλέντα, αλλά και γράφοντας ο ίδιος τραγούδια. Η Sonata μπορεί να ήταν μια μικρή ανεξάρτητη εταιρία που δεν άντεξε στον ανταγωνισμό των μεγαθήριων της εποχής, είχε, όμως, την εικόνα μιας εταιρίας νοικοκυρεμένης που λειτουργούσε από ανθρώπους που ήξεραν από μέσα και για τα καλά την υπόθεση τραγούδι. Στη Sonata έγραψε τα πρώτα του τραγούδια ο Θανάσης Πολυκανδριώτης που αποκαλούσε τον Γαβαλά πνευματικό του πατέρα. Ένα τραγούδι του, το «Ζηλεύω-ζηλεύω», είχε στη μια όψη του το πρώτο δισκάκι της εταιρίας. Εκεί εμφανίστηκαν ξανά ονόματα χαμένα από την εποχή του ρεμπέτικου, όπως, του Στέλιου Κερομύτη, του Μιχ. Γενίτσαρη, του Γ. Ροβερτάκη και του Γιάννη Κυριαζή. Τα μπουζούκια των ηχογραφήσεων ήταν όλα πρώτης γραμμής. Ζαφειρίου, Πολυκανδριώτης, Παλαιολόγου, Νικολόπουλος κ.α. Στη Sonata έκανε την πρώτη και τη δεύτερη καριέρα του ο Χρηστάκης με τραγούδια που μέχρι σήμερα πουλάνε πολλές χιλιάδες αντίτυπα. Εκεί έδωσαν το στίγμα τους τραγουδιστές, όπως ο Ανδρέας Ζακυνθινάκης, ο Κώστας Κόλλιας, ο Δημ. Ξανθάκης, ο Μάκης Χριστοδουλόπουλος και ο Κώστας Σκαφίδας. Εκεί έγραψαν ο Αντ. Ρεπάνης, ο Σπ. Ζαγοραίος, ο Γ. Κοινούσης, ο Δ. Γκούτης, το στιχουργικό δίδυμο του Καζαντζίδη, Ατραϊδης-Βασιλόπουλος και άλλοι. Εκεί, έγιναν, αρκετά από τα νεώτερα σουξέ του ίδιου του Γαβαλά. «Γλυκέ μου τύραννε», «Συγχαρητήρια», «Μου σπάσανε το μπαγλαμά», «Έτσι είναι πάντα μ’ ένα αντίο», «Πήρε φωτιά μια καρδιά», «Καημό μες στην καρδούλα μου» και άλλα τραγούδια που αναδείκνυαν τις διαφορετικές πτυχές και τεχνικές ενός σπουδαίου τραγουδιστή που μπορούσε να είναι το ίδιο πειστικός και απόλυτος στις ερμηνείες του τόσο στο βαρύτερο ρεμπέτικο όσο και στο πιο ρομαντικό και μπελκάντο τραγούδι. Η εταιρία, έκλεισε τελικά το 1972.
Μετά το κλείσιμο της Sonata έφυγε για εμφανίσεις στην Αμερική. Για να βγάλει τα σπασμένα και να πληρώσει τις υποχρεώσεις της εταιρίας. Το 1974 εμφανίστηκε στο «Όνειρο» στην εθνική Αθηνών-Λαμίας μαζί με τη Ρία Κούρτη. Τα κέντρα άρχισαν να ανεβαίνουν, ξανά, όπως στα χρόνια του 50, προς τα βόρεια. Για δυο δεκαετίες η εθνική έζησε την ακμή της. Ο Γαβαλάς με τη Ρία Κούρτη τραγούδησαν και στη νέα «Πίνδο» του Αλεξανδριανού στη λεωφόρο Τατοϊου στο ύψος της Μεταμόρφωσης. Μέχρι και το 1980-81 εμφανίστηκε, κυρίως, στο «Όνειρο», στο «Πανόραμα» και στη «Λατρεία» στην Αχαρνών. Οι εποχές είχαν αλλάξει. Δεν υπήρχε ο ίδιος ενθουσιασμός. Ακόμη και το 1975 που επέστρεψε δισκογραφικά στη Minos, όπως θυμάται ο Γιάννης Γαβαλάς:
«δεν ήθελε να επιστρέψει και στην ουσία δεν τον ήθελαν κι εκείνοι, γιατί ήταν το μαύρο πρόβατο. Δεν τον ήθελαν κι αυτό αποδείχτηκε, γιατί όταν έκανε αυτό το δίσκο με τη Δοκιμασία και ο δίσκος άρχισε να κάνει πωλήσεις τον σταμάτησαν από την κυκλοφορία. (Πάλι συνεργασία του πατέρα μου με έναν άνθρωπο που δούλευε μαζί του, τον Κώστα Σταματάκη. Υπάρχουν άνθρωποι που μου τον ζητάνε ακόμη αυτό το δίσκο) Κι εκεί το κατάλαβε πια κι έτσι αποχώρισε. Μετά του κόπηκε το κουράγιο, δεν ξανάγραψε, αρρώστησε κιόλας βέβαια».
Στη τελευταία περίοδο συνεργάστηκε αποκλειστικά με τον Χρίστο Νικολόπουλο και τον Βαγγέλη Ατραίδη με τους οποίους έκαναν μαζί τέσσερις δίσκους, όλους στην Music Box, απ’ τους οποίους βγήκαν τραγούδια όπως το Σταυροδρόμι, το Σήκω κάτσε, το Τίποτα-τίποτα σε μουσική και στίχους του Γαβαλά, το Ένας σταθμός και άλλα. Κάποιες από τις τελευταίες εμφανίσεις του έγιναν στη «Νεράιδα» όπου τραγουδούσαν ο Φίλιππος Νικολάου, η Νέλλη Γκίνη και η Χριστίνα. Ήταν μια εποχή που γινόντουσαν μάχες για τη μαρκίζα και ο Γαβαλάς ήταν αρκετά βαρύς για να ασχολείται με τόσο ελαφριά θέματα. Είχε βαρεθεί. Άλλωστε, τραγουδούσε ασταμάτητα 35 χρόνια. Πόσο μπορεί να αντέξει σε αυτές τις συνθήκες ένας άνθρωπος. Και η υγεία του είχε επιβαρυνθεί και, βεβαίως, δεν υπήρχε ο ανάλογος ενθουσιασμός. Το 1982 τραγούδησε και στο Λυκαβηττό σε κάποιες συναυλίες που οργάνωνε τότε το περιοδικό «Ντέφι». Το 1986 κι έπειτα από την προτροπή και την επιμέλεια του Γιώργου Κοντογιάννη, ηχογράφησε στη «Λύρα» τον τελευταίο του δίσκο με τίτλο «Μια ανάσα». Την ίδια χρονιά εμφανίστηκε για τελευταία φορά μπροστά σε αρκετές χιλιάδες κόσμου στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας σε μια συναυλία αφιέρωμα στο κοινωνικό λαϊκό τραγούδι που έγινε στο πλαίσιο των εκδηλώσεων του 12ου Φεστιβαλ ΚΝΕ Οδηγητή. Ο Γιάννης Γαβαλάς θυμάται:
«Έμεινε πιστός στις παραδόσεις, δεν ενεργοποιήθηκε ποτέ κομματικά, όπως δεν με επηρέασε ποτέ πολιτικά. Έλεγε: θα καταλάβετε μόνοι σας τι πρέπει να κάνετε, αλλά μια συμπάθεια την είχε. Τελευταία που ήταν άρρωστος δεν τον άφηνα να πάει στο συγκεκριμένο φεστιβάλ. Λέω: πως θα πας αφού ήτανε για εγχείρηση, για αφαίρεση λάρυγγα, όχι, μου λέει, θα πάω. Και πήγε. Πήγε γιατί ενδεχομένως θυμότανε τα νιάτα του». Εκείνη την εποχή έφτιαξε κι ένα μαγαζί, στο 23ο χιλιόμετρο της εθνικής οδού Αθηνών-Λαμίας, εκεί που βρίσκονται σήμερα τα Goody’s, το οποίο δεν πρόλαβε να λειτουργήσει. Το έφτιαχνε για τα γεράματά του. Για να συναντιέται εκεί με τους φίλους του, να πίνουνε το κρασί τους και να λένε τα τραγούδια τους. Δεν πρόλαβε, έφυγε από τη ζωή στις 3 Δεκεμβρίου του 1988.
Σταθμοί αλλά και άγνωστες ιστορικές στιγμές της δισκογραφίας του Πάνου Γαβαλά.
Στις 12 Σεπτεμβρίου του 1950 ο Πάνος Γαβαλάς μπαίνει για πρώτη φορά στο στούντιο της Columbia και συμμετέχει σε ηχογράφηση, παίζοντας μπουζούκι στην φωνοληψία του τραγουδιού του Βασίλη Τσιτσάνη «Στρώσε μου να κοιμηθώ» (αριθμός μήτρας OGA 1670) με τον Πρ. Τσαουσάκη και τη Ρ. Ντάλλια.
Τα πρώτα τραγούδια με τη φωνή του «Το άδικο» και «Ζωή σερέτισσα» ηχογραφήθηκαν στις 7 Απριλίου 1954
«Σιγανοψιχάλισμα» το τραγούδι που όπως έλεγε χαρακτηριστικά ο Γαβαλάς τον «καταδίκασε» ηχογραφήθηκε μαζί με το «Στάσου στο 14», ένα ακόμη σημαντικό τραγούδι στην καριέρα του της πρώτης περιόδου, την 1η Οκτωβρίου 1956.
«Κρατήστε με να σηκωθώ». Η τελευταία ηχογράφηση του μεγάλου τραγουδιστή και συνθέτη του ρεμπέτικου Απόστολου Χατζηχρήστου, ο οποίος υπήρξε ένα από τα ισχυρά φωνητικά πρότυπα του Πάνου Γαβαλά, έγινε την 1η Φεβρουαρίου 1958.
«Πόσο μού ‘χεις λείψει» από τα τραγούδια που φτιάχτηκαν στο περίφημο κουρείο και το τσαγκαράδικο της Καισαριανής και από τα λατρεμένα με τη φωνή του Γαβαλά. Η ηχογράφηση του έγινε στις 5 Φεβρουαρίου 1958
«Ανάψτε φλόγες» βαρύ ζεϊμπέκικο του σαντουριέρη Τάκη Λαβίδα που ηχογαφήθηκε την Πρωταπριλιά του 1958. Η κόρη του Τ. Λαβίδα Ελένη Βιτάλη, που το ξανατραγούδησε, ήταν η αγαπημένη γυναικεία φωνή του Πάνου Γαβαλά.
«Οι γλάροι». Από τα μνημεία του ελληνικού τραγουδιού. Ηχογραφήθηκε στις 4 Απριλίου 1959.
«Μάγισσα Θεσσαλονίκη» από τα ωραιότερα τραγούδια που γράφτηκαν για τη Θεσσαλονίκη. Ηχογραφήθηκε στις 23 Οκτωβρίου 1959, τρεις μέρες πριν τον εορτασμό του Πολιούχου της πόλης που συνδυάζεται με την επέτειο της απελευθέρωσης της πόλης το 1912.
«Φεύγω, γεια σου-γεια σου» ηχογραφήθηκε στις 25 Οκτωβρίου 1959.
Στις 4 Οκτωβρίου του 1960 ο Πάνος Γαβαλάς πραγματοποίησε τις πρώτες του ηχογραφήσεις για λογαριασμό της Columbia-His Masters Voice με δυο, ανέκδοτα στη δισκογραφία, μέχρι σήμερα, τραγούδια του Θόδ. Δερβενιώτη «Φεύγω μάνα μου» και «Οι χαραμοφάηδες».
Στις 13 Νοεμβρίου 1961 ο Πάνος Γαβαλάς πραγματοποίησε τις τελευταίες φωνοληψίες του για λογαριασμό της Odeon-Parlophone. Τα τραγούδια που ηχογράφησε ήταν τα: «Κάτσε στο ντιβανάκι», «Μην αργείς κι αργοπεθαίνω», «Πω-πω ένας πασάς» και «Είμαστε παιδιά της πιάτσας».
«Φύγε κι άσε με» μεγάλη επιτυχία που ηχογραφήθηκε την ίδια ημέρα μαζί με τα: «Απόψε μαύρη συννεφιά», «Τη μαύρη γη ρωτώ» και «Με τα στήθια σαν πέτρα βαριά» που ήταν οι πρώτες επίσημες ηχογραφήσεις του Γαβαλά για λογαριασμό της Columbia-His Masters Voice και έγιναν στις 2 Δεκεμβρίου 1961.
«Εγώ είμαι ένα παλιόπαιδο» από τα κλασικότερα χορευτικά ζεϊμπέκικα που ξεσηκώνουν μέχρι σήμερα. Ηχογραφήθηκε στις 22 Ιανουαρίου 1962
«Μακριά μου να φύγεις» κλασικό τραγούδι του ύφους του Γαβαλά που γνώρισε και αρκετές επανεκτελέσεις. Ηχογραφήθηκε στις 12 Ιουνίου 1962
«Δεν με πονάς δεν μ’ αγαπάς». Από τα πιο γνωστά τραγούδια του «Γαβαλέικου» ύφους που τραγουδιέται και χορεύεται μέχρι σήμερα. Ηχογραφήθηκε στις 21 Φεβρουαρίου 1963
«Κάποιο πρωινό στον Πειραιά» και «Στο έρημο λιμάνι». Η μοναδικές ηχογραφήσεις του Μίκη Θεοδωράκη με τον Πάνο Γαβαλά έγιναν στις 28 Φεβρουαρίου 1963.
«Κάθε λιμάνι και καημός». Η ταινία «Το κάθαρμα» στην οποία ακουγόταν το τραγούδι βγήκε στους κινηματογράφους στις 7 Οκτωβρίου 1963. Η ηχογράφηση του τραγουδιού έγινε στο στούντιο 3 της Columbia στις 12 Ιουλίου 1963.
Την Τετάρτη 15 Ιανουαρίου 1986 στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας σε μια συναυλία αφιέρωμα στο κοινωνικό λαϊκό τραγούδι (όπου την επιμέλεια του προγράμματος είχε ο Κώστας Φέρρης και την επιμέλεια του ρεπερτορίου ο Πάνος Γεραμάνης) τραγούδησε για τελευταία φορά μπροστά σε κοινό το «Σιγανοψιχάλισμα».
https://www.ogdoo.gr/prosopa/afieromata/panos-gabalas-megalo-afieroma