21 Μαρτίου 2021

Κάστρο Ξάνθης ή Κάστρο της Ξανθειάς ή της Ξανθίππης


 Είναι από τις περιπτώσεις που υπάρχουν πάμπολλες πινακίδες που οδηγούν στο κάστρο, αλλά όταν φτάσεις εκεί υπάρχουν ελάχιστα πράγματα για να δεις. Όχι ότι δεν υπάρχει πια κάστρο, αλλά η βλάστηση είναι πολύ πυκνή και παρόλο που τα ερείπια είναι διασκορπισμένα σε όλο το λόφο, δεν φαίνεται σχεδόν τίποτα. Πρέπει να έχει κανείς διάθεση για εξερεύνηση σε ένα από τα πιο ωραία περιαστικά δάση της Ελλάδας.

Ιστορία

Η Ξάνθεια μνημονεύεται τον 1ο π.Χ. αιώνα από τον Στράβωνα (Γεωγραφικά): «Μετά δε την ανά μέσον λίμνην Ξάνθεια, Μαρώνεια και Ίσμαρος...». Οι πόλεις αυτές κατά τον Στράβωνα είναι Κικόνων πόλεις. Οι Κίκονες ήταν αρχαίο θρακικό φύλο που αναφέρονται και στα Ομηρικά έπη. Η ονομασία της πόλης δημιουργεί υπόνοιες για σύνδεση με ένα άλλο αρχαίο θρακικό φύλο, τους Ξάνθους. Ο μόνος που αναφέρει αυτό το λαό είναι ο γεωγράφος του 6ου αι. π.Χ. Εκαταίος ο Μιλήσιος («Ξάνθοι, έθνος Θράικιον»).

Πάντως η αναφερόμενη από τον Στράβωνα Ξάνθεια ίσως να μην έχει σχέση με τον οικισμό από τον οποίο αναπτύχθηκε η σημερινή Ξάνθη, καθώς βρίσκεται σε διαφορετικό σημείο, ανατολικά της Βιστονίδας λίμνης. Επιπλέον, δεν υπάρχει άλλη αναφορά τους επόμενους αιώνες για Ξάνθεια, πράγμα που σημαίνει ότι εκείνη η πόλη, όπου κι αν ήταν, έπαψε να υπάρχει. Πιθανόν να καταστράφηκε κατά τις βαρβαρικές επιδρομές της ύστερης αρχαιότητας.

Η πόλη επανεμφανίζεται στην ιστορία το 879 μ.Χ., όταν πληροφορούμαστε ότι ο επίσκοπος Ξάνθειας Γεώργιος συμμετείχε στη Σύνοδο Κωνσταντινουπόλεως του 879/880 που είχε συγκαλέσει ο πατριάρχης Φώτιος και στην οποία είχαν συμμετάσχει 383 επίσκοποι. Δεν είναι απολύτως βέβαιο ότι εκείνη η επισκοπή ταυτίζεται με τη σημερινή Ξάνθη αλλά μάλλον αυτό ισχύει. Πολύ αργότερα, το Τυπικόν του Γρηγορίου του Πακουριανού συνταχθέν το 1083 για τη μονή της Θεοτόκου της Πετριτζονίτισσας στο Μπάτσκοβο, κοντά στην Στενήμαχο, χαρακτηρίζει την Ξάνθεια «χωρίον», πράγμα που σημαίνει ότι ήταν ασήμαντος οικισμός και μάλλον ανοχύρωτος.

Λίγο μετά όμως, μέσα στον 12ο αιώνα φαίνεται πως ο οικισμός αναβαθμίστηκε και απέκτησε κάποια σημασία και, πιθανότατα, κάστρο. Ο ιστορικός Χωνιάτης μας πληροφορεί ότι ο Βούλγαρος Ιβαγκός κυρίευσε πολίσματα και φρούρια στη Θράκη από τη Μοσυνούπολη μέχρι την Ξάνθεια: «... αφιστών Ρωμαίων οπόσα (πολισμάτιά τε και φρούρια) ες Μοσυνόπολιν επινένευκε μέχρι Ξανθείας…». Αυτό συνέβη το 1198. Ο Ιβάνκο ή Ιβαγκός ήταν Βλαχο-Βούλγαρος βογιάρος που σκότωσε τον τσάρο Ιβάν Α’ Ασέν και προσπάθησε ανεπιτυχώς να καταλάβει το θρόνο της Βουλγαρίας. Είχε παντρευτεί μια βυζαντινή πριγκίπισσα και διεκδικούσε βυζαντινές κτήσεις ενώ πήρε και το όνομα Αλέξιος. Αν και αρχικά είχε την ενθάρρυνση των Βυζαντινών (...χρήσιμος εις πολλά τοις Ρωμαίοις εγένετο...), οι δραστηριότητές του δημιούργησαν σοβαρό πρόβλημα καθώς επιτέθηκε σε Βυζαντινές περιοχές της Θράκης λεηλατώντας και καταστρέφοντας. Τελικά εξουδετερώθηκε με δόλο το 1200 από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Γ’.

Το 1206 ο Βούλγαρος ηγεμόνας Καλογιάν ή Σκυλογιάννης ή Ιωαννίτζης στον πόλεμο που έκανε εναντίον των Λατίνων κατέστρεψε πολλά φρούρια της Θράκης, μεταξύ των οποίων και τη Μοσυνούπολη. Φαίνεται πως τότε η Ξάνθη δεν καταστράφηκε είτε γιατί αντιστάθηκε αποτελεσματικά είτε γιατί ήταν πολύ ασήμαντη και αγνοήθηκε. Η καταστροφή όμως της Μοσυνούπολης ήταν καθοριστική, γιατί έδωσε ώθηση στην ανάπτυξη άλλων πόλεων όπως η Ξάνθη και η Κομοτηνή.

Μετά την άλωση του 1204, η Ξάνθεια έγινε λατινική επισκοπή. Το 1224 απελευθερώθηκε από τον Δεσπότη της Ηπείρου Θεόδωρο Δούκα Κομνηνό, όπως μας πληροφορεί ο ιστορικός Γεώργιος Ακροπολίτης (« επεί γούν Μοσυνόπολις και Ξάνθεια και η Γρατζιανούς αυτή υπό τούτον( τον Θεόδωρον) ετέλει ...»). Μετά την ήττα όμως στη μάχη της Κοκλόνιτσας (1230), η πόλη πέρασε υπό Βουλγαρική κατοχή μέχρι το 1242 όταν ο αυτοκράτορας της Νίκαιας Ιωάννης Βατάτζης ανακατέλαβε τη Δυτική Θράκη.

Το χειμώνα του 1264 ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος πέρασε αρκετό καιρό στην Ξάνθη προετοιμαζόμενος να εκστρατεύσει εναντίον του Δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Β’ Κομνηνού Δούκα. Η εκστρατεία εκείνη δεν έγινε τελικά, αλλά το περιστατικό δείχνει ότι η Ξάνθη δεν ήταν πια ένα απλό «χωρίον».

Η Ξάνθη αναφέρεται και στο χρονικό της Καταλανικής εταιρείας σε ένα επεισόδιο του 1307 σχετικά με τη διαμάχη μεταξύ του Ferran Ximeno de Arenos και του Bernat de Rocafort για τη ηγεσία της εταιρείας. Ο Ferran Ximeno είχε καταφύγει στο κάστρο ζητώντας τη βοήθεια των Ελλήνων. Σημειωτέον ότι τον Ιούνιο του 1307 η Καταλανική εταιρεία είχε λεηλατήσει τη δυτική Θράκη. Δεν γνωρίζουμε αν η Ξάνθη είχε γλυτώσει τότε.

Το 1327, την εποχή του πρώτου Βυζαντινού εμφυλίου του 14ου αιώνα, στάθμευσε στην Ξάνθεια ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Γ’ Παλαιολόγος.

Στον δεύτερο βυζαντινό εμφύλιο του 14ου αιώνα (1341-1347) ο μετέπειτα αυτοκράτορας Ιωάννης Στ’ Καντακουζηνός κατέλαβε την πόλη. Τότε εμφανίστηκε στο προσκήνιο ο Βούλγαρος πολέμαρχος Μομτσίλο.

Ο Μομτσίλο ή Μομιτζίλος ή Μομιτίλας, ήταν Βούλγαρος ληστής (Γρηγοράς: λῃστρικόν εκ μειρακίου) που είχε εκδιωχθεί από τη Βουλγαρία και είχε υπηρετήσει ως μισθοφόρος στο Βυζαντινό στρατό τα χρόνια του Ανδρόνικου Γ’. Στον δεύτερο εμφύλιο πρόσφερε τις υπηρεσίες του στον Καντακουζηνό ο οποίος, το 1343, του ανέθεσε τη διοίκηση της Μερόπης, δηλαδή της περιοχής των πηγών του Άρδα στη σημερινή νότια Βουλγαρία. Σκοπός αυτού του διορισμού ήταν να ληστεύει και να απομυζεί την περιοχή για λογαριασμό του Καντακουζηνού.

Ο Μομτσίλο ήταν ικανός και δραστήριος και σύντομα δημιούργησε ένα ισχυρό ιππικό σώμα από Σέρβους και Βούλγαρους τυχοδιώκτες. Όπως το θέτει ο Γρηγοράς: ...αυτώ προσερρύησαν εκ τε Τριβαλλών και Μυσών, και όσοι μιξοβάρβαρον επί τούτοις ήνυον δίαιταν, ως επέκεινά που των δισχιλίων επιλέκτων ιππέων είναι, οί θυμού πνέοντες πάντες...

Όμως ο ευεργετηθείς ληστής σύντομα πέρασε από τη μεριά των αντιπάλων του Καντακουζηνού, δηλαδή στην παράταξη της αυτοκράτειρας Άννας, και επιτέθηκε σε πλοία των Τούρκων συμμάχων του Καντακουζηνού στο Πολύστυλον . Οι αρχικές του επιτυχίες του απέφεραν τον τίτλο του Δεσπότη από την Άννα Παλαιολογίνα. Παράλληλα, ο Καντακουζηνός προσπαθώντας να τον προσεταιρισθεί, του πρόσφερε τον τίτλο του Σεβαστοκράτορα. Παρ’ όλα αυτά τα αξιώματα, ο Μομτσίλο αυτοανακηρύχθηκε ανεξάρτητος ηγεμών (σ.σ: και καλά έκανε μετά από αυτούς τους ευτελείς και αξιοθρήνητους χειρισμούς των Βυζαντινών). Κατέλαβε την Ξάνθη και την έκανε έδρα του κρατιδίου του το 1344.

Ο Καντακουζηνός τελικά με τη βοήθεια του συμμάχου του Ουμούρ, εμίρη του Αϊδινίου, κατόρθωσε να τον νικήσει μπροστά στα τείχη του Περθεωρίου το 1345. O Μομτσίλο σκοτώθηκε και η Ξάνθη περιήλθε στον Καντακουζηνό.
Στα απομνημονεύματα του ο Καντακουζηνός (Ιστορίαι) γράφει με φιλοσοφική διάθεση για το τέλος του εχθρού του : Ούτω ο Μοµιτζίλος ήνθησέ τε εν ολίγω και επί µέγα έδοξε τύχης προελθείν, καί τάχιον απήνθησε και κατερρύη.

Η Ξάνθη έγινε έδρα μητροπόλεως το 1344 (ίσως κατόπιν ενεργειών του Μομτσίλο). Στα τέλη Μαΐου του 1347, ο μητροπολίτης Παύλος έθεσε υπό τη δικαιοδοσία του την κενή επισκοπή Μοσυνοπόλεως, αλλά τον Αύγουστο του ίδιου έτους υποχρεώθηκε να την παραδώσει στο μητροπολίτη Τραϊανουπόλεως.

Όταν το 1347 ο Καντακουζηνός έγινε τελικά αυτοκράτωρ, παραχώρησε την περιοχή της δυτικής Θράκης στο γιο του Ματθαίο. Αυτό το καθεστώς κράτησε μέχρι το 1355 όταν ο εκθρονισθείς στο μεταξύ Καντακουζηνός συμφώνησε να παραδώσει όλα τα κάστρα της Θράκης στον αυτοκράτορα Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγο.

Μερικά χρόνια αργότερα, κάτω από άγνωστες συνθήκες, η πόλη βρέθηκε υπό τον έλεγχο Βουλγάρων και Σέρβων (που είχαν εκμεταλλευτεί τον Βυζαντινό εμφύλιο για να αποσπάσουν εδάφη) και από το 1369 έως το 1371 ήταν υπό την επικυριαρχία του Σέρβου Δεσπότη των Σερρών Ιωάννη Ούγκλεση (Jovan Ugleša). Ο Ούγκλεσης σκοτώθηκε το 1371 στη μάχη της Μαρίτσας (Έβρου) εναντίον των Τούρκων. Το κενό που δημιουργήθηκε το εκμεταλλεύτηκε ο Μανουήλ Β’ Παλαιολόγος (που τότε ήταν ακόμα κυβερνήτης Θεσσαλονίκης) και η πόλη ξαναέγινε για λίγο Βυζαντινή κτήση.

Οι Οθωμανοί κατέλαβαν την Ξάνθη μάλλον το 1373 (ή ίσως και αργότερα). Επί Τουρκοκρατίας η πόλη παρήκμασε. Κέντρο της περιοχής έγινε η Γενισέα όπου οι Οθωμανοί μετέφεραν μουσουλμανικό πληθυσμό από τη Μικρά Ασία. Σίγουρα το κάστρο εγκαταλείφθηκε σύντομα αφενός γιατί οι Τούρκοι δεν ενδιαφέρθηκαν για την πόλη και αφετέρου επειδή δεν επέτρεπαν Ελληνικό πληθυσμό μέσα σε κάστρα.

Θρύλοι και Παραδόσεις

Σύμφωνα με το θρύλο, τελευταία βασίλισσα του κάστρου του ήταν η Ξανθίππη Παλαιολογίνα. Όταν ο σουλτάνος πολιόρκησε το κάστρο, η Ξανθίππη του ζήτησε να γράψει πάνω σε μια λίρα «Κωνσταντίνος», το όνομα του άντρα της, αν ήθελε το κάστρο. Εκείνος το έγραψε, μα αυτή αντί να του το παραδώσει, έπεσε και σκοτώθηκε. Από τότε, οι λίρες λέγονται «Κωνσταντινάτα».

Η ιστορία είναι προφανώς κατασκεύασμα των νεώτερων χρόνων καθώς ούτε βασίλισσα Ξανθίππη υπήρξε ούτε είναι αυτή η προέλευση των Κωνσταντινάτων φλουριών.

Ανεξάρτητα από αυτό, υπάρχουν πολλές ιστορίες τοπικά για θαμμένους θησαυρούς στο κάστρο και για σήραγγες που φτάνουν μέχρι το λιμάνι των Αβδήρων και για σπηλιές κάτω από το βράχο και για μια χρυσή άμαξα με χρυσά άλογα που κρύβεται ακόμα εκεί. Κατά καιρούς πολλοί κυνηγοί θησαυρών έχουν ψάξει το μέρος, και κάποιοι φημολογείται πως έγιναν πλούσιοι. Είναι γεγονός ότι ο λόφος του κάστρου κρύβει στοές παλιών ορυχείων και ίσως αυτό έδωσε τροφή σε αυτές τις δοξασίες. Μία είσοδος ορυχείου είναι ακόμα ορατή πάνω στο δρόμο Ξάνθης - Σταυρούπολης. Άλλες είσοδοι έχουν ανατιναχτεί και έχουν κλείσει από τις τοπικές αρχές για να αποθαρρύνονται οι επίδοξοι χρυσοθήρες και να μην ψάχνουν άδικα βάζοντας σε κίνδυνο τη ζωή τους.


Πηγές

  • Στράβων, Γεωγραφικά, Meineke, A. : Strabonis Geographica, 7a.1.43 (44)
  • Στίλπων Π. Κυριακίδης Βυζαντιναί μελέται VII: ο Μομτσίλος και το κράτος του . Μακεδονικά, 2, 332-345, 1941-1952.
  • Ιστοσελίδα ΘΡΑΚΙΚΟΣ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΣ ΘΗΣΑΥΡΟΣ - Ξάνθεια (βυζαντινή εποχή) , Συγγραφείς: Μ. Κορτζή - Β. Σιαμέτης
  • Νικήτας Χωνιάτης, Niketae Choniatae Historia, 513,598 J.-L. Van Dieten, 1975
  • Ακροπολίτης, Georgii Acropolitae Opera [ Χρονική Συγγραφή ], I 39, 17 - 18, Augustus Heisenberg I-II., Leipzig, 1903
  • Ιωάννης Καντακουζηνός, Ioannis Cantacuzeni imperatoris historiarum libri IV. I-III [Ιστορίαι], Ι 262 & ΙΙ 530, 53, Shopen, Bonn, 1828-1832
  • Νικηφόρος Γρηγοράς, Nicephori Gregorae byzantina historia [Ρωμαϊκή Ιστορία], ΙΙ 727, 814, L.Schopen – I.Bekker, Bonn, 1829-1855

Δεν υπάρχουν σχόλια: