16 Μαΐου 2021

Καστράκι Αγίου Μηνά

Κατάλοιπα αρχαίου φρουρίου που χρησιμοποιήθηκε μέχρι την Υστεροβυζαντινή περίοδο στο ύψωμα Καστράκι ή ή Καστρίτσα ή Ρευνίκο βόρεια από τον Άγιο Μηνά Ζαγορίου.


Τοποθεσία & Στρατηγική Σημασία

Το ύψωμα βρίσκεται σε στρατηγικής σημασίας θέση καθώς εποπτεύει το σύνολο του νοτίου τμήματος της πεδιάδας Κλειδωνιάς-Κόνιτσας (αρχ. Τρυφυλίας). Επίσης, ελέγχει τις από Β-ΒΔ φυσικές εισόδους στην κάτω λεκάνη του Βίκου (περιοχή Δυτικού Ζαγορίου) την οποία χαρακτηρίζει μακραίωνη κατοίκιση. Το ύψωμα (779μ) αποτελεί φυσικά οχυρωμένη θέση, καθώς είναι προσβάσιμο μόνο από τα νότια, με τις βόρειες ορθοπλαγιές του ιδιαίτερα κρημνώδεις και τις ανατολικές και δυτικές κατάφυτες από δάση βελανιδιών και πουρναριών. Στην βάση των βόρειων ορθοπλαγιών του εντοπίζεται και το πέτρινο γεφύρι της Κλειδωνιάς. Ο Βοϊδομάτης ποταμός -του οποίου τις όχθες ενώνει το γεφύρι- αποτελεί ένα ακόμη φυσικό εμπόδιο.


Ιστορία

Η ιστορία του κάστρου πιθανότατα ξεκινάει τον 3ο αιώνα π.Χ. Από την εποχή εκείνη και μέχρι την Ύστερη Βυζαντινή περίοδο φαίνεται ότι η θέση αποτελούσε τμήμα ενός αμυντικού συμπλέγματος στο οποίο μεταξύ άλλων ανήκαν το κάστρο της Κόνιτσας, τα ερείπια στον λόφο πάνω από την Μεσογέφυρα αλλά και άλλα κάστρα προς νότο όπως αυτό της Δοβράς και των Σουδενών (Πεδινά Ιωαννίνων). Η διαχρονική χρήση της θέσης στην οποία ίσως τοποθετείται και ένα από τα castra pyrrhi (Κάστρα του βασιλέως της Ηπείρου Πύρρου- Smith W., 1854), ίσως μαρτυρείται και από την διαφοροποίηση στην τοιχοποιία του τείχους στο Καστράκι.

Σε κάθε περίπτωση φαίνεται πως με το πέρασμα των χρόνων η οχύρωση του λόφου αναδείχθηκε σε μεγάλης σημασίας προτείχισμα εναντίων των επιδρομέων από βορρά. Η σημασία αυτή ενισχύεται κατά την περίοδο του Δεσποτάτου της Ηπείρου και των Ύστερων Βυζαντινών χρόνων. Από την μια το κάστρο προστάτευε και επέβλεπε την συγκομιδή και την μεταφορά των σιτηρών από τις παρακείμενες πεδινές περιοχές προς την πρωτεύουσα του Δεσποτάτου και από την άλλη προστάτευε τους κατοίκους της έδρας της τότε Επαρχίας Παπίγκου.

Την σημασία του κάστρου υποδηλώνει και η ανάπτυξη της κωμόπολης του Ρευνίκιου, η οποία σύμφωνα με τους μελετητές εκτεινόταν στις κείμενες περιοχές του υψώματος (Λαμπρίδης Ι., 1870). Συγκεκριμένα, τα ερείπια της κωμόπολης καταλαμβάνουν έκταση 520 στρεμμάτων από τις παρυφές του κάστρου μέχρι και την περιοχή του Αγίου Αθανασίου μεταξύ του χωριού Αγίου Μηνά και της ομώνυμης εκκλησίας.

Ο 14ος αιώνας είναι ιδιαίτερα ταραχώδης για την περιοχή. Το Χρονικό των Ιωαννίνων αποκαλύπτει ότι στο δεύτερο μισό του 14ου αιώνα το κάστρο είχε περιέλθει στην κυριότητα του αλβανικού φύλλου των Ζενεβεσαίων. Στη συνέχεια οι Τούρκοι υπό τον Ισαίμ κατέλαβαν και κατέστρεψαν το κάστρο βοηθώντας τον Δεσπότη της Ηπείρου Θωμά Πρελούμπο στον αγώνα του εναντίον των Αλβανών (Γουδή Α., 2013).

Αργότερα, η οχυρή θέση φαίνεται ότι έχασε σταδιακά την σημασία της, όπως και η επαρχία Παπίγκου, γεγονός που κορυφώθηκε με την κατάκτηση το 1430 των Ιωαννίνων και την κατάλυση του Δεσποτάτου της Ηπείρου από τους Οθωμανούς. Αργότερα και σίγουρα μετά το 1571 ερημώνεται και η κωμόπολη του Ρευνίκιου. Τα φονικά και οι εντάσεις που ακολούθησαν την συμπλοκή των οικογενειών των δυο προκρίτων της κωμόπολης Γεραίνη και Σταμάτη, αλλά και ένα περιστατικό μεταξύ των κατοίκων και ομάδας Οθωμανών οδήγησαν τους εναπομείναντες κατοίκους να εγκαταλείψουν το μέρος.


Δομικά, Αρχιτεκτονικά, Οχυρωματικά Στοιχεία

Τα σωζόμενα τμήματα του τείχους έχουν συνολικό μήκος 253 μέτρα. Η περιοχή πάνω από τα τείχη έχει διάσπαρτα ερείπια και εμβαδόν 180 στρέμματα.

Στην ευρύτερη περιοχή (έκτασης περίπου 520 στρεμμάτων) μεταξύ του χωριού Αγίου Μηνά, της εκκλησίας του Αγίου Μηνά και του Καστρακίου εντοπίζονται διάσπαρτα ερείπια κτηρίων διαφόρων μεγεθών και σχημάτων πνιγμένα από την θαμνώδη βλάστηση. Οι πέτρες των κτηρίων αυτών φέρουν ίχνη κατεργασίας πριν την τοποθέτησή τους, ενώ εμφανής είναι η απουσία συνδετικού υλικού μεταξύ τους.

Ίχνη κεραμικής υπάρχουν διάσπαρτα επίσης εντός και εκτός των γκρεμισμένων κτηρίων. Έξω από τα τείχη εντοπίζονται επίσης το καθολικό της Μονής της Ευαγγελίστριας (σταυρεπίστεγος ναός, χτισμένος μεταξύ 1573-1576 μ.Χ.) και τα ερείπια του ναού του Αγίου Νικολάου ή των Αγίων Αποστόλων σύμφωνα με τον Λαμπρίδη Ι. (1870).

Τα σωζόμενα τμήματα του τείχους ξεπερνούν σε σημεία το ύψος των 5 μέτρων και κατά μήκος τους εντοπίζονται δυο περάσματα (ίσως παλιές πύλες). Την τοιχοποιία αποτελούν μεγάλες παραλληλόγραμμες προσεκτικά διαμορφωμένες ασβεστολιθικές πέτρες, οι οποίες αποτελούν το βασικό τμήμα του τείχους, ενώ άλλες μικρότερες και μετρίως διαμορφωμένες ασβεστολιθικές πέτρες εντοπίζονται προς τα ψηλότερα τμήματα αλλά και κατά τόπους τοποθετούνται μεταξύ των μεγάλων λίθων πιθανότατα ως επισκευές.

Εντός των τειχών και μέσα στην πυκνή βλάστηση εντοπίζονται και άλλα ερείπια κτηρίων. Στην ανατολική πλευρά, μεγάλη ανοιχτή περιοχή καλείται από τους ντόπιους «Αλώνι του Βασιλιά». Στο μέσο αυτού του πλατώματος υπάρχει γκρεμισμένη κατασκευή. Τέλος, στην ίδια πλευρά του λόφου και εντός των τειχών εντοπίζεται κατασκευή εμφανώς κυκλικής διατομής.

Για να πάμε στο κάστρο, παίρνουμε την επαρχιακή οδό που ενώνει την περιοχή του Δυτικού Ζαγορίου με τον κάμπο της Κλειδωνιάς, στρίβουμε δεξιά πίσω από την εκκλησία του Αγίου Μηνά και ακολουθούμε τον χωματόδρομο προς την Μονή της Ευαγγελίστριας. Πριν την αρχή του μονοπατιού για την Μονή υπάρχει άλλο μονοπάτι ανηφορικό και μόνο στην αρχή σηματοδοτημένο το οποίο καταλήγει στο Καστράκι (Μέσος χρόνος διαδρομής: 1 ώρα).

 

Πηγές

  • Πληροφορίες από κ. Χρήστο Στεργίου. Φωτογραφίες Eleni Tsirigoti

    Βιβλιογραφία Χρ. Στεργίου:
    Βλάχος A., και Κολυβά Α., 2013, Αποτύπωση και πρόταση επανάχρησης υπάρχοντος κτιρίου σε ξενώνα στην Κόνιτσα Ιωαννίνων, Πτυχιακή εργασία, Πανεπιστήμιο Πειραιά.
    Γουδή Ά., 2013, Τα χρονικά των Τόκκων και των Ιωαννίνων - Ομοιότητες και διαφορές, Μεταπτυχιακή εργασία, ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη, σελ. 129.
    Κορδώσης Σ., 2014, Πάπιγκο και Ζαγόρια στην Ύστερη Βυζαντινή Περίοδο και ο ρόλος τους στον αγώνα του Δεσποτάτου των Ιωαννίνων κατά των Αλβανών και των Οθωμανών, Εκδόσεις Ποιότητα. Λαμπρίδης Ι., 1870, Ζαγοριακά, Τυπογραφείο Αυγής, Αθήνα.
    Smith W., 1854, Dictionary of Greek and Roman Geography, LLD. London.
    Συγκέλου Ε., 2008, Ο πόλεμος στον δυτικό ελλαδικό χώρο κατά τον ύστερο μεσαίωνα (13ος-15ος αι.), Αθήνα, σελ. 443.



 

Δεν υπάρχουν σχόλια: