12 Μαΐου 2021

Κάστρο Ιωαννίνων


Το Κάστρο των Ιωαννίνων είναι κτισμένο στο νοτιοανατολικό άκρο της πόλης, στη μικρή βραχώδη χερσόνησο που εισχωρεί στη λίμνη Παμβώτιδα.
Πήρε τη σημερινή του μορφή κατά την ύστερη οθωμανική περίοδο έχοντας ενσωματώσει μεγάλο μέρος της προγενέστερης βυζαντινής οχύρωσης.

Δεν ξέρουμε πότε ακριβώς ιδρύθηκε η πόλη και το κάστρο ούτε από πού προήλθε η ονομασία της.


Ιστορία

Το κάστρο των Ιωαννίνων ήταν μια καστροπολιτεία που δημιουργήθηκε κατά την Μεσοβυζαντινή περίοδο. Παρόλο που στο πέρασμα του χρόνου δέχθηκε διάφορες ενισχύσεις και τροποποιήσεις, το σχήμα και το μέγεθος του κάστρου παρέμειναν βασικά τα ίδια με εκείνα της βυζαντινής περιόδου, με τη διαφορά ότι τα εξωτερικά τείχη ανακατασκευάστηκαν εξ ολοκλήρου από τον Αλή πασά.

Παλιότερα επικρατούσε η άποψη ότι τα Ιωάννινα ιδρύθηκαν από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό, τον 6ο μ.Χ. αιώνα. H θεωρία αυτή βασίστηκε σε λανθασμένη ταύτιση της πόλης με το μέρος όπου σύμφωνα με τον ιστορικό Προκόπιο, στο Περί Κτισμάτων έργο του, μετοίκησαν οι κάτοικοι της αρχαίας Θεσπρωτικής πόλης Εύροιας. Σήμερα γνωρίζουμε πως το μέρος που περιγράφει ο Προκόπιος δεν ήταν τα Γιάννενα. Επιπλέον, δεν υπάρχει κάποια άλλη ιστορική πηγή που να πιστοποιεί την ίδρυση της πόλης τον 6ο αιώνα ούτε σχετικά αρχαιολογικά ευρήματα.

Οπότε τα περί ίδρυσης από τον Ιουστινιανό θα πρέπει να θεωρούνται ανακριβή. Αυτό που ξέρουμε είναι ότι στα μέσα του 9ου αιώνα η πόλη υπήρχε και ήταν αρκετά πολυάνθρωπη ώστε να έχει επίσκοπο.

Η πρώτη ιστορική αναφορά για την πόλη των Ιωαννίνων υπάρχει στα Πρακτικά της Συνόδου της Κωνσταντινούπολης του 879/880, όπου συμμετείχε ο επίσκοπος Ιωαννίνων Ζαχαρίας (πρόκειται για σύνοδο που είχε συγκαλέσει ο πατριάρχης Φώτιος για το filioque και στην οποία είχαν συμμετάσχει 383 επίσκοποι).

Η Άννα Κομνηνή στο έργο της «Αλεξιάδα», εξιστορεί πως το 1082, την πόλη κατέλαβε ο Νορμανδός Βοημούνδος (Boemondo). Ο Βοημούνδος υπήρξε μεγάλη μορφή εκείνης της εποχής. Ήταν γιος του περιβόητου Ροβέρτου Γυισκάρδου (Δούκα Καλαβρίας & Σικελίας) και πολύ αργότερα διακρίθηκε ως ο de facto αρχηγός της Α’ Σταυροφορίας. Έφτασε μάλιστα να γίνει Πρίγκιπας της Αντιόχειας.

Οι Νορμανδοί είχαν ξεκινήσει επιδρομές στα Δυτικά Βαλκάνια το 1080 και αρχικά είχαν επιτυχίες. Στη συνέχεια όμως, ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Αλέξιος Α’ Κομνηνός αντεπιτέθηκε και κατόρθωσε να τους απωθήσει. Ο Βοημούνδος για να διαφυλάξει τα μέχρι τότε κεκτημένα, οργανώθηκε αμυντικά. Στα Ιωάννινα έκανε ενίσχυση της οχύρωσης κατασκευάζοντας τάφρο και χτίζοντας μια δεύτερη ακρόπολη. Μέχρι σήμερα στο κάστρο σώζεται ο λεγόμενος «πύργος του Βοημούνδου», ο οποίος όμως ενδέχεται να είναι βυζαντινός και να προϋπήρχε της Νορμανδικής επιδρομής.

Οι Νορμανδοί έχασαν σύντομα τα περισσότερα εδάφη που είχαν κατακτήσει σε εκείνη την εκστρατεία, όμως η περιοχή των Ιωαννίνων παρέμεινε υπό τον έλεγχό τους για 25 ακόμα χρόνια, μέχρι το 1108.
Ίσως στην περίοδο αυτή θα μπορούσε να αναζητηθεί η απαρχή της οικονομικής άνθισης της πόλης κατά το Μεσαίωνα, που στηρίχτηκε στην ανάπτυξη εμπορικών σχέσεων με τη Δύση και τη Βενετία, κάτι που υπό κανονικές συνθήκες, για ένα απλό πολίδιον της ενδοχώρας, δεν ήταν καθόλου συνηθισμένο.

Το 13ο αιώνα, με την εγκαθίδρυση του Δεσποτάτου της Ηπείρου, τα Ιωάννινα έγιναν το δεύτερο σημαντικότερο αστικό κέντρο της Ηπείρου, μετά την Άρτα. Ο ιδρυτής του Δεσποτάτου Μιχαήλ Α’ Κομνηνός Δούκας ανοικοδόμησε τμήματα των τειχών της πόλης και εγκατέστησε στο κάστρο μέλη αριστοκρατικών οικογενειών που είχαν φύγει από την Κωνσταντινούπολη μετά την άλωση από τους Φράγκους το 1204. Αυτό έδωσε στην πόλη μια νέα πληθυσμιακή, οικονομική και πνευματική ώθηση. Σε όλη την υστεροβυζαντινή περίοδο (13ος-15ος αιώνας), η πόλη των Ιωαννίνων γνώρισε ιδιαίτερη ανάπτυξη. Η οικονομική ευμάρεια δημιούργησε μια εύπορη και ισχυρή αστική τάξη που, όπως αποδείχτηκε σε πολλές περιπτώσεις, είχε τον πρώτο λόγο στις αποφάσεις για την πορεία της πόλης.

Στις αρχές του 14ου αιώνα οι Γιαννιώτες κατάφεραν να αποδεσμευτούν από την ηγεμονία του Δεσποτάτου της Ηπείρου και την κηδεμονία της Άρτας και παρέδωσαν την πόλη τους στον Βυζαντινό αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β’ Παλαιολόγο. Σε αντάλλαγμα, πήραν μια σειρά προνομίων που κατοχυρώνονται με δύο αυτοκρατορικά χρυσόβουλλα, του 1319 και του 1321. Τα προνόμια αυτά αφορούσαν όλους τους κατοίκους της πόλης, άρχοντες και «κοινόν», και βασικά είχαν να κάνουν με φορολογικές απαλλαγές, όπως το κομμέρκιον (φόρο εμπορίου), το μιτάτον (δικαίωμα του στρατού να αγοράζει φθηνά προϊόντα), την αποβίγλιση κλπ. Όμως δεν απέφυγαν την ευθύνη για την «επιμέλειαν και περιποίησιν και ανάκτισιν» του κάστρου τους.

Η νέα κατάσταση δεν κράτησε πολύ γιατί με το θάνατο του Ανδρόνικου Γ’ ξέσπασε Βυζαντινός εμφύλιος και οι Σέρβος κράλης Στέφανος Δουσάν εκμεταλλευόμενος την ευκαιρία κατέλαβε πολλά Βυζαντινά εδάφη, μεταξύ των οποίων και τα Γιάννενα, το 1348. Πάντως και σε αυτήν την περίπτωση οι Γιαννώτες παρέδωσαν την πόλη μόνο αφού εξασφάλισαν προνόμια από τους Σέρβους. Δεσπότης Ηπείρου και Θεσσαλίας έγινε τότε ο Συμεών Ούρεσης, αδερφός του Στέφανου Δουσάν.

Οι Σέρβοι παρέμειναν επικυρίαρχοι μέχρι το 1356 όταν την περιοχή ανακατέλαβε για λογαριασμό των Βυζαντινών ο Νικηφόρος Β’ Ορσίνι που είχε τα δικαιώματα του θρόνου του Δεσποτάτου της Ηπείρου. Ήταν μια πολύ ταραγμένη εποχή. Εκτός από τα προβλήματα με εμφυλίους, δυναστικές έριδες, Σέρβους ηγεμονίσκους κλπ, η περιοχή αντιμετώπιζε σοβαρότατα προβλήματα και με Αλβανούς ληστές. Το 1359 ο Νικηφόρος Β’ σκοτώθηκε σε συμπλοκή με Αλβανούς επιδρομείς.
Μετά απ’ αυτό, ο Συμεών Ούρεσης, που είχε καταφύγει στην Καστοριά, ανακατέλαβε την Ήπειρο και τη Θεσσαλία και αυτοαναγορεύθηκε Τσάρος Ηπείρου. Στην πραγματικότητα όμως δεν είχε τον πλήρη έλεγχο. Υπήρχε κενό εξουσίας και ο πληθυσμός ήταν απροστάτευτος. Το 1366 οι κάτοικοι των Ιωαννίνων και του Αγίου Δονάτου έστειλαν πρεσβεία στον Συμεών-Ούρεση με το αίτημα να ορίσει κάποιον ηγέτη ικανό να τους κυβερνήσει και να τους προστατέψει. Ο Συμεών ανέθεσε τη δουλειά στον άντρα της κόρης του, τον Θωμά Πρελούμπο.

Έτσι, ο Θωμάς Β’ Πρελούμπος ή Πρελούμποβιτς ή Θωμάς Κομνηνός Πρελούμπος Παλαιολόγος έγινε Δεσπότης Ηπείρου από το 1366 έως το 1384. Υπήρξε μισητός λόγω της αυταρχικής του συμπεριφοράς. Στο «Χρονικό των Ιωαννίνων» περιγράφεται ως αδίστακτος και δεσποτικός τύραννος. Μεταξύ άλλων δήμευσε εκκλησιαστική και ιδιωτική περιουσία και την πρόσφερε σε Σέρβους. Αντιμετώπισε όμως μάλλον με επιτυχία το πρόβλημα με τους Αλβανούς. Το 1382 αναγνωρίστηκε ως Δεσπότης και από τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγο. Το 1384 σκοτώθηκε πέφτοντας θύμα συνωμοσίας στην οποία συμμετείχε και γυναίκα του Μαρία Νεμάνιτς.

Ανεξάρτητα από την υστεροφημία του Πρελούμπου, κατά τη διάρκεια της ηγεμονίας του τα Γιάννενα έγιναν για πρώτη φορά η σπουδαιότερη πόλη της Ηπείρου (κυρίως επειδή στην Άρτα είχαν επικρατήσει Αλβανοί). Ο Πρελούμπος έκτισε ή επιδιόρθωσε αρκετά κάστρα στην Ήπειρο και έκανε σοβαρές επεμβάσεις και στο κάστρο των Ιωαννίνων. Σώζεται μέχρι σήμερα ο «πύργος του Θωμά».

Η χήρα του Πρελούμπου, γνωστή και ως Μαρία Αγγελίνα Δούκαινα Παλαιολογίνα, έγινε «Βασίλισσα» και ήταν πολύ αγαπητή στους Γιαννιώτες. Το 1385 παντρεύτηκε τον Ιταλό ευγενή και τυχοδιώκτη Ησαύ Μπουοντελμόντι (Esau de' Buondelmonti), ο οποίος βρισκόταν στα Γιάννενα ως αιχμάλωτος πολέμου από το 1379. Ο ιστορικός Χαλκοκονδύλης υποστηρίζει ότι η χήρα και ο Ιταλός ήταν εραστές πριν δολοφονηθεί ο Πρελούμπος. Όπως και να ‘χει, ο Μπουοντελμόντι αποδείχθηκε καλός και δημοφιλής ηγεμόνας έχοντας και την επίσημη αναγνώριση του Βυζαντινού αυτοκράτορα. Το 1411 πέθανε από φυσικά αίτια. Επρόκειτο να τον διαδεχθεί ο γιος του Γεώργιος, αλλά οι προύχοντες των Ιωαννίνων παρέδωσαν την πόλη στον Κάρολο Α’ Τόκκο.

Ο Κάρολος Α’ Τόκκο (1372-1429) ήταν κόμης παλατινός Κεφαλληνίας & Ζακύνθου και εκείνη την εποχή ήταν ο πιο ισχυρός Φράγκος ηγεμόνας στην Ελλάδα. Ο Ησαύ Μπουοντελμόντι ήταν αδερφός της μητέρας του. Οι Τόκκοι ήταν Γαλλικής καταγωγής ορμώμενοι εξ Ιταλίας και ουσιαστικά είχαν πλέον ελληνοποιηθεί.

Ο Κάρολος Α’ Τόκκο πέθανε το 1429 και τον διαδέχθηκε ο ανιψιός και θετός του γιος Κάρολος Β’. Αυτή η διαδοχή προκάλεσε την αντίδραση των μη νόμιμων γιων του Καρόλου Α’, κυρίως του Μέμνονα Τόκκο (Memnone di Tocco). O Μέμνων ζήτησε τη βοήθεια του Τούρκου Σουλτάνου Μουράτ Β’, ο οποίος πολύ πρόθυμα έστειλε στρατό υπό τον Μέγα Βεζίρη Καρά Σινάν Πασά. Ο βεζίρης ήρθε σε συνεννόηση απευθείας με τους άρχοντες της πόλης, οι οποίοι αφού εξασφάλισαν προνόμια για τους κατοίκους, συμφώνησαν να του την παραδώσουν. Η συμφωνία, που έμεινε στην ιστορία ως ο «Ορισμός του Σινάν πασά» ήταν ομολογουμένως ευνοϊκή. Οι Οθωμανοί δεν είχαν δικαίωμα να χτίσουν στο κάστρο ούτε μασγίδι, δηλαδή μικρό τζαμί.

Ο Κάρολος Τόκκο δεν ήταν σε θέση να αντιδράσει και υπέγραψε ταπεινωτική συνθήκη παράδοσης της πόλης με καταβολή ετήσιου φόρου υποτελείας 500 δουκάτων συν 500 δουκάτα δώρο σε κάθε νεοδιοριζόμενο πασά των Ιωαννίνων. Προσωρινά κατόρθωσε να κρατήσει τις υπόλοιπες κτήσεις του, και παρέμεινε για λίγο ακόμα Δεσπότης με έδρα την Άρτα.

Έτσι στις 9 Οκτωβρίου 1430 η πόλη των Ιωαννίνων παραδόθηκε στους Οθωμανούς.

Το επόμενο επεισόδιο σχετικά με την ιστορία του κάστρου σημειώθηκε το 1611. Τότε, ο Διονύσιος ο Φιλόσοφος (ή Σκυλόσοφος), πρώην Επίσκοπος Λάρισας, ηγήθηκε εξέγερσης στην περιοχή. Η εξέγερση καταπνίγηκε από το διοικητή της πόλης Ασλάν Πασά, που ήταν γενίτσαρος ελληνικής καταγωγής, ενώ ο Διονύσιος βρήκε μαρτυρικό θάνατο στο κάστρο των Ιωαννίνων. Η συνέπεια του ξεσηκωμού ήταν η κατάργηση των προνομίων. Ο ελληνικός πληθυσμός εκδιώχθηκε από το κάστρο και οι εκκλησίες γκρεμίστηκαν. Στη θέση του ναού του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου χτίστηκε το 1618 το Ασλάν Τζαμί.

Το 1789, πασάς στα Γιάννενα έγινε ο Αλή πασάς ο Τεπελενλής. Μέχρι το θάνατο του το 1822, η πόλη των Ιωαννίνων γνώρισε την πιο ταραχώδη περίοδο της ιστορίας της αλλά και το απόγειο της ακμής της.

Η μορφή του κάστρου των Ιωαννίνων είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα των εργασιών που έγιναν επί των ημερών του Αλή πασά που ολοκληρώθηκαν πριν το 1815. Μεταξύ των άλλων, ο Αλή πασάς έκτισε στο Ιτς Καλέ, στη θέση της ακρόπολης του Βοημούνδου, το μεγαλοπρεπές σεράι του.

Το 1913 τα Ιωάννινα παραδίδονται στον Ελληνικό Στρατό. Το κάστρο, με επίκεντρο το Ιτς Καλέ, μετατρέπεται σε στρατόπεδο. Το 1978 ο χώρος του κάστρου πέρασε στη δικαιοδοσία του Υπουργείου Πολιτισμού.

Δομικά, Αρχιτεκτονικά, Οχυρωματικά Στοιχεία

Ο εξωτερικός περίβολος των τειχών έχει περίμετρο περί τα 2000 μέτρα και περικλείει μια έκταση 200 στρεμμάτων.

Η κάτοψη του κάστρου έχει σχήμα ακανόνιστου τραπεζίου. Κατά τη Βυζαντινή περίοδο περιέβαλλε ολόκληρη την πόλη. Διατηρείται σε σχετικά καλή κατάσταση. Ο οχυρωματικός περίβολος έχει ύψος που κυμαίνεται σήμερα από τα 8,85 μ. έως και τα 13,69 μ.

Μέσα στο κάστρο, σε δύο ελαφρά υπερυψωμένα σημεία, υπήρχαν 2 ακροπόλεις (εσωτερικά φρούρια): η βορειοανατολική ακρόπολη με το Ασλάν τζαμί και η νοτιοανατολική ακρόπολη ή Ιτς Καλέ με το Φετιχιέ τζαμί και τον πύργο του Βοημούνδου. Η εκτός των δύο ακροπόλεων επιφάνεια του κάστρου καλύπτεται από σπίτια της παλιάς πόλης. Είναι μια σύγχρονη συνοικία εντός των παλιών τειχών.

Η βορειοανατολική ακρόπολη ήταν ο αρχικός πυρήνας του βυζαντινού κάστρου. Αργότερα, την υστεροβυζαντινή περίοδο εδώ ήταν ο «Επάνω Γουλάς», όπου βρισκόταν το παλάτι του ηγεμόνα. Σήμερα στο σημείο αυτό κυριαρχεί το τζαμί του Ασλάν πασά, εξαίρετο δείγμα αρχιτεκτονικής του 17ου αιώνα. Κοντά στο τζαμί είναι ο τουρμπές, ο τάφος του Ασλάν πασά.

Στην νοτιοανατολική ακρόπολη (Ιτς Καλέ) σώζονται υπολείμματα της οχύρωσης των Νορμανδών. Ξεχωρίζει κυκλικός πύργος ύψους 13μ στο κέντρο της ακρόπολης, γνωστός ως πύργος του Βοημούνδου. Υπάρχει και η βάση ενός δεύτερου παρομοίου πύργου στην ανατολική πλευρά της ακρόπολης, κοντά στο κτίριο των μαγειρείων. Εδώ υπάρχουν και τα ερείπια του σεραγιού του Αλή πασά (που κτίστηκε με οικοδομικό υλικό από το φρούριο των Νορμανδών), το Φετιχιέ Τζαμί (που έκτισε ο Αλή πασάς το 1795) και λίγο πιο δίπλα ο τάφος του Αλή πασά.

Ο πιο αντιπροσωπευτικός βυζαντινός πύργος είναι ο πύργος του Θωμά που βρίσκεται σε μικρή απόσταση δεξιά από τη σημερινή κεντρική πύλη. Ο πύργος κτίστηκε πιθανότατα από τον Σέρβο Θωμά Πρελούμπο.
Ο πύργος προβάλλει εσωτερικά του τείχους, του οποίου αποτελεί μεταγενέστερη προσθήκη. Στην όψη του διαμορφώνεται ένα μεγάλο τοξωτό άνοιγμα με πλίνθινο τόξο. Στα αριστερά του σώζονται τα κατάλοιπα πλίνθινης επιγραφής με το όνομα ΘΩMΑC.

Η κεντρική πύλη του Κάστρου βρίσκεται στο μέσο της δυτικής πλευράς της οχύρωσης, εκεί που μάλλον ήταν και η αντίστοιχη βυζαντινή. Η πύλη βρίσκεται στον άξονα της κεντρικής αρτηρίας της πόλης, ο οποίος, που παρέμεινε ο ίδιος από τη Βυζαντινή εποχή. Προστατευόταν από τον δυτικό προμαχώνα που στα μέσα του 19ου αιώνα μετατράπηκε σε πύργο του ρολογιού.
Η κεντρική πύλη είχε αρχικά τη μορφή κινητής γέφυρας πάνω από την ένυδρη τάφρο. Αποτελείται από δύο περίπου τετράγωνους χώρους, παράλληλα τοποθετημένους, που διαμορφώνονται στο πάχος της οχύρωσης.

Τα παραπάνω είναι τα κύρια στοιχεία του κάστρου. Υπάρχουν και άλλα σημεία: η νότια πύλη, τα οθωμανικά μαγειρεία, το βυζαντινό λουτρό, η συναγωγή, η τουρκική βιβλιοθήκη, το Σουφαρί σεράι.

Η νοτιοανατολική ακρόπολη αποτελεί οργανωμένο αρχαιολογικό χώρο, τα περισσότερα κτίσματα του οποίου έχουν αναστηλωθεί και αναδειχθεί από την 8η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων.

Στο χώρο του Ιτς Καλέ λειτουργεί το Βυζαντινό Μουσείο Ιωαννίνων που στεγάζεται στο τέως Βασιλικό περίπτερο. Τμήμα του Μουσείου αποτελεί το Θησαυροφυλάκιο (όνομα που διατηρήθηκε από την προφορική παράδοση), που στεγάζει τη συλλογή αργυροχοΐας.


Κάτοψη του Κάστρου Ιωαννίνων

Ioannina Layout

1 Κεντρική Πύλη
2 Πύργος του Θωμά
3Πύλη της οδού Εθνικής Αντιστάσεως
4Συναγωγή
5Σουφαρί Σεράι
6Τουρκική Βιβλιοθήκη
7Βυζαντινό Λουτρό
8Χαμάμ
9Βορειοανατολική Ακρόπολη και Ασλάν τζαμί
10Νοτιοανατολική Ακρόπολη (Ιτς Καλέ)
11Πύργος του Βοημούνδου
12Βυζαντινό Μουσείο
13«Θησαυροφυλάκιο»
14Φετιχιέ Τζαμί
15Τάφος του Αλή πασά
16Οθωμανικά Μαγειρεία
17Ερείπια του Σεραγιού του Αλή πασά
18Μουσείο Αργυροτεχνίας
19Νότια Πύλη

Πηγές

  • Μέρος των φωτογραφιών στάλθηκε από τον κ. Γεώργιο Κράπη
  • Ιστοσελίδα/Οδηγός Archeology & Arts - Κάστρο Ιωαννίνων, κείμενο Βαρβάρα Ν. Παπαδοπούλου , Αρχαιολόγος



 

Δεν υπάρχουν σχόλια: