Ο Πτελεός ήταν κάποτε σημαντικό ενετικό λιμάνι.
Η περιοχή με τα
πολλά μικρά λιμανάκια, με τους προστατευμένους γραφικούς ορμίσκους και
με τις αβαθείς ακτές χωρίς βράχια πρόσφερε ιδανικό αγκυροβόλιο για τις
βενετσιάνικες γαλέρες.
Τοποθεσία & Στρατηγική Σημασία
Το κάστρο βρίσκεται ανάμεσα σε δύο οικισμούς της περιοχής Πτελεού, το Πηγάδι και το Λουτρό, στην κορυφή ενός λόφου που εποπτεύει την είσοδο στους υπήνεμους όρμους του Πτελεού και του Αχιλλείου, αλλά και την είσοδο στον Παγασητικό κόλπο έχοντας πλήρες οπτικό πεδίο προς το νότιο άκρο του Πηλίου και προς το Τρίκερι.
O λόφος δεν ήταν απλά μια αμυντική θέση, αλλά η τοποθεσία του μεσαιωνικού οικισμού του Πτελεού.
Ιστορία
Ο
Πτελεός ήταν πανάρχαια πόλη, την αναφέρει ο Όμηρος και ο Στράβωνας.
Στην περιοχή υπάρχουν απομεινάρια προϊστορικών οικισμών και μυκηναϊκών
τάφων. Κατά τον Μεσαίωνα συνέχισε να κατοικείται.
Σήμερα ο Πτελεός
απέχει κάπως από τη θάλασσα, αλλά κατά την αρχαιότητα ήταν παραθαλάσσια
πόλη με λιμάνι. Ειδικά κατά τη βυζαντινή περίοδο, η θέση του οικισμού
ήταν στον λόφο στην κορυφή του οποίου βρίσκεται το κάστρο και που απέχει
3 χλμ προς ΝΑ από τον σημερινό Πτελεό.
Για πρώτη φορά ο Βυζαντινός Πτελεός μνημονεύεται στα τέλη του 12ου αιώνα, από τον Βυζαντινό ιστορικό Μιχαήλ Χωνιάτη, που εκθειάζει το κρασί του τόπου.
Μετά την άλωση της Πόλης από τους Φράγκους το 1204, με βάση τη
συμφωνία που έγινε για τον διαμελισμό της Βυζαντινής αυτοκρατορίας (το
περιβόητο Partitio terrarum Romaniae), η περιοχή πέρασε στη
δικαιοδοσία του Βονιφάτιου του Μομφερατικού, «Βασιλέως της
Θεσσαλονίκης», ο οποίος την κατέλαβε εύκολα το 1205. Κάτω από
αδιευκρίνιστες συνθήκες, μετά από λίγο ο Πτελεός εμφανίζεται να είναι
υπό τον έλεγχο των ιπποτών του τάγματος του Αγίου Ιωάννη (δηλ. των
Ιωαννιτών ιπποτών που αργότερα κατέκτησαν τη Ρόδο). Οι Ιωαννίτες ήρθαν
σε οικονομική συμφωνία με τους Ενετούς (οι οποίοι πάντα επεδίωκαν να
έχουν τον έλεγχο παραλίων και λιμανιών) και τους παραχώρησαν το λιμάνι
του Πτελεού.
Αυτό κράτησε μέχρι το 1218 όταν ο Πτελεός πέρασε ξανά
σε ελληνικά χέρια, όταν έγινε μέρος του Δεσποτάτου της Ηπείρου
(ηγεμόνας του οποίου ήταν τότε ο Θεόδωρος Α΄). Το 1259 την περιοχή
κληρονόμησε ο Ιωάννης Α΄ Δούκας, νόθος γιος του Δεσπότη της Ηπείρου, που
αργότερα το 1268 αυτοανακηρύχθηκε ανεξάρτητος ηγεμόνας του Βασιλείου
της Θεσσαλίας με έδρα τις Νέες Πάτρες (Υπάτη).
Μέχρι το 1319 ο
Πτελεός ανήκε σε αυτό το ελληνικό κρατίδιο. Σε όλο αυτό το διάστημα
υπήρχε στενή εμπορική συνεργασία με τους Ενετούς του Αρχιπελάγους και
της Εύβοιας. Οι Ενετοί απολάμβαναν εμπορικά προνόμια στον ευρύτερο
Παγασητικό ήδη από τον 12ο αιώνα, και –με διάφορα σκαμπανεβάσματα– αυτό
συνεχίστηκε όλο τον 13ο αιώνα.
Η κατάσταση άλλαξε δραματικά μετά τη μάχη του Αλμυρού το 1311, όταν η Καταλανική Εταιρεία κατέλυσε το φράγκικο Δουκάτο των Αθηνών και βαθμιαία επικράτησε σε μεγάλο μέρος της Στερεάς Ελλάδας και της Θεσσαλίας. Το 1319 οι Καταλανοί κατέλαβαν την Υπάτη. Για να αποφύγουν την παράδοσή τους στους ληστρικών διαθέσεων Καταλανούς, οι κάτοικοι του Πτελεού αποφάσισαν να γίνουν οικειοθελώς υποτελείς στη Βενετία. Οι Καταλανοί δεν ήθελαν να ανοίξουν μέτωπο και με τη Βενετία, και έτσι από το 1319, ο Πτελεός έγινε επίσημα Ενετική κτήση. Η περιοχή εμφανίζεται με το όνομα Nicopolita σε διάφορα ενετικά έγγραφα και χάρτες. Περιελάμβανε εκτός από τον Πτελεό και το σημερινό Αχίλλειο, τον Άγιο Γεώργιο και τα παράλια μέχρι τη Γλύφα.
Ο πύργος που σώζεται σήμερα από το κάστρο του Πτελεού πιθανότατα χτίστηκε κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου της Ενετοκρατίας. Δεν μπορούμε να αποκλείσουμε να είχε χτιστεί νωρίτερα, από τις αρχές του 13ου αιώνα είτε από τους Ενετούς είτε από τους Βυζαντινούς, αλλά το πιο πιθανό είναι να κατασκευάστηκε μετά την επικράτηση το Βενετών το 1319, και πιο συγκεκριμένα πριν τα μέσα του 14ου αιώνα, ίσως μετά το 1331 όταν οι Καταλανοί το πήραν απόφαση και αποδέχθηκαν ότι ο Πτελεός ήταν ενετικός.
Η Βενετική διοίκηση κατά τον 14ο αιώνα αρχικά ασκούνταν μέσω ενός διοικητή και αργότερα, από το 1340, ενός καστελλάνου, απευθείας διορισμένου από τη Βενετία. Πολύ αργότερα, από το 1417, ο διορισμός του καστελλάνου ανατέθηκε στον Regimen (διοικητή) του Negreponte (Εύβοια). Σημειωτέον ότι, όπως διαφαίνεται από κάποιες επιστολές, οι καστελλάνοι ήταν ενίοτε Έλληνες.
Η ενετική παρουσία στον Πτελεό κράτησε 150 χρόνια παρά τις διαρκείς αλλαγές στον περίγυρο και τις συνεχείς παρενοχλήσεις από πειρατές και από Καταλανούς, Αλβανούς Σέρβους, Τούρκους και λοιπούς επιδρομείς. Στις αρχές του 15ου αιώνα, οι συνθήκες επιδεινώθηκαν, λόγω της παρουσίας των Οθωμανών οι οποίοι είχαν ήδη κατακτήσει άλλες πόλεις στη Θεσσαλία και τη Ρούμελη και στους οποίους οι Βενετοί, από το 1408, όφειλαν να καταβάλλουν φόρο υποτέλειας για να τους επιτραπεί να κρατήσουν τον Πτελεό.
Το τέλος ήρθε το 1470. Στις 12 Αυγούστου του 1470 μετά από πολιορκία πολλών μηνών, οι Τούρκοι με επικεφαλής τον ίδιο τον Μωάμεθ τον Πορθητή κατέλαβαν τη Χαλκίδα. Τρεις μέρες μετά, κατελήφθη και ο Πτελεός μετά από μικρή αντίσταση της φρουράς του.
Επί Τουρκοκρατίας, οι Οθωμανοί δεν φαίνεται να αξιοποίησαν τον πύργο.
Δομικά, Αρχιτεκτονικά, Οχυρωματικά Στοιχεία
Το κάστρο καλύπτει μια έκταση περί τα 20 στρέμματα και έχει εξωτερική οχύρωση.
Αυτό που σώζεται είναι κυρίως ο ογκώδης πύργος (σχεδόν κύβος), με διαστάσεις 8✖8 μέτρα και ύψος που πλησιάζει τα 10 μέτρα.
Η τοιχοποιία του πύργου αποτελείται από μικρούς ακανόνιστους και
καστανόχρωµους σχιστόλιθους, με χρήση συνδετικού κονιάματος. Στη βάση
του διακρίνονται 2-3 δόμοι από παλιότερα υλικά, ίσως spolia από αρχαία
οικοδομήματα.
Δεν υπάρχει άνοιγμα χαμηλά. Η είσοδος ήταν υπερυψωμένη για λόγους ασφαλείας.
Δίπλα στον πύργο σώζεται μια υπόγεια κινστέρνα (υδατοδεξαμενή) σε σχετικά καλή κατάσταση.
Γύρω από τον πύργο και στις πλαγιές του λόφου υπάρχουν υπολείμματα από τον οχυρωματικό περίβολο και από τις κατοικίες του οικισμού. Τα ερείπια δείχνουν ότι στο λόφο υπήρχαν περίπου 150 σπίτια από ξερολιθιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου