Ο Αλέξανδρος νοσταλγούσε τα παιδικά του χρόνια: τις μεγάλες βόλτες στην εξοχή, το ποδόσφαιρο, μέχρι που σκοτείνιαζε και κυνηγούσαν αυτός και οι συνομήλικοί του στα τυφλά την μπάλα για το γκολ που θα έκρινε το ματς, τις καθημερινές ζαβολιές, τα ζόρια του με την απώλεια του πατέρα, το ταξίδι της μετακόμισης.
Ήταν φορές που ένιωθε τη ζωή του άχαρη και μικρή, που θα μπορούσε να χωρέσει στη μια του χούφτα, και κάποιες άλλες που δεν χωρούσε σ’ ολόκληρο το σύμπαν. Μετρούσε τους σταθμούς που σημάδεψαν τα χρόνια του. Θυμόταν τότε που η ζωή τον έσπρωχνε, του χαμογελούσε και του πρόσφερε πολύτιμα δώρα, αλλά και όταν πίστευε πως είχε φτάσει σε απλησίαστες ακόμα και στα όνειρά του κορυφές, που τον γκρέμιζε και τον έστελνε πίσω· πιο πίσω κι από εκεί που είχε ξεκινήσει να παλεύει κάποιο απ’ τα όνειρά του.