Όταν κάποιος ακολουθεί δίαιτα με λίγους υδατάνθρακες, αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι η ποιότητα, όχι η ποσότητα, υποστηρίζουν οι ειδικοί.
Νέα έρευνα διαπιστώνει ότι μια διατροφή με λίγους υδατάνθρακες, βασισμένη σε τροφές ζωικής προέλευσης, συσχετίζεται με υψηλότερο κίνδυνο διαβήτη τύπου 2, ενώ μια διατροφή με βάση τις τροφές φυτικής προέλευσης και λίγους υδατάνθρακες με χαμηλότερο κίνδυνο διαβήτη.
Η έρευνα παρουσιάστηκε πρόσφατα στις επιστημονικές συνεδρίες της Αμερικανικής Ένωσης Καρδιολογίας.
«Για να αποφευχθεί ο κίνδυνος διαβήτη τύπου 2 για γενικά υγιή άτομα χωρίς προδιαβήτη ή διαβήτη, μπορεί να μην παίζει ρόλο η ποσότητα των υδατανθράκων, όσο η ποιότητα της πρωτεΐνης, των λιπών και των υδατανθράκων», δήλωσε η επικεφαλής της μελέτης Yeli Wang, ερευνήτρια στο Τμήμα Διατροφής της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Χάρβαρντ. «Το κλειδί είναι να προσέχουμε την ποιότητα του φαγητού».
Οι δίαιτες χαμηλών υδατανθράκων είναι δημοφιλείς επειδή οι έρευνες δείχνουν ότι μπορούν να μειώσουν γρήγορα το βάρος μέσα σε έξι έως 12 μήνες.
Δεν είναι ωστόσο σαφές γιατί είναι τόσο αποτελεσματικές στην απώλεια βάρους ή πώς επηρεάζουν μακροπρόθεσμα την υγεία. Οι δίαιτες που περιορίζουν τους υδατάνθρακες αυξάνουν τα λιπαρά και την πρωτεΐνη και σύμφωνα με μία θεωρία, αυτό οδηγεί σε ένα αίσθημα πληρότητας, το οποίο βοηθά στη μείωση της πείνας.
Μια άλλη θεωρία είναι ότι ο περιορισμός των υδατανθράκων επιταχύνει τον μεταβολισμό του σώματος και βοηθά στην καύση θερμίδων.
Υπάρχουν τουλάχιστον δώδεκα δημοφιλείς δίαιτες χαμηλών υδατανθράκων, συμπεριλαμβανομένης της κετογονικής δίαιτας –η οποία περιορίζει σοβαρά τους υδατάνθρακες– και της δίαιτας Paleo, η οποία δίνει έμφαση στα φρούτα, τα λαχανικά και τα άπαχα κρέατα και βασίζεται στις τροφές που έτρωγε ο άνθρωπος στην Παλαιολιθική Περίοδο.
Σύμφωνα με κάποιες μελέτες, οι δίαιτες πολύ χαμηλών υδατανθράκων μπορούν να βελτιώσουν τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα σε άτομα με προδιαβήτη ή διαβήτη τύπου 2. Αλλά η ποσότητα των υδατανθράκων που καταναλώνονται σε αυτές τις δίαιτες ποικίλλει και η έμφαση στην κατανάλωση λιπαρών εγείρει ανησυχίες ότι οι δίαιτες μπορεί να επηρεάσουν τα επίπεδα της χοληστερόλης και την υγεία της καρδιάς.
Η νέα μελέτη δείχνει ότι ορισμένες δίαιτες χαμηλών υδατανθράκων μπορεί να είναι καλύτερες από άλλες, δήλωσε η Kristina Petersen, επίκουρη καθηγήτρια στο τμήμα διατροφής στο Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο του Τέξας.
Οι ειδικοί διερεύνησαν τη σχέση μεταξύ της κατανάλωσης μικρής ποσότητας υδατανθράκων και των πιθανοτήτων εμφάνισης διαβήτη τύπου 2, σημαντικού παράγοντα κινδύνου για καρδιακές παθήσεις και εγκεφαλικό.
Η ανάλυση χρησιμοποίησε διατροφικά και ιατρικά δεδομένα για 203.541 ενήλικες από τρεις μεγάλες εθνικές μελέτες, οι οποίες κάλυψαν συνολικά την περίοδο από το 1984 έως το 2017. Οι συμμετέχοντες συμπλήρωναν ερωτηματολόγια κάθε τέσσερα χρόνια σχετικά με τις τροφές που κατανάλωναν και παρακολουθούνταν για έως και 30 χρόνια. Κανένας δεν είχε διαβήτη στην αρχή της μελέτης.
Το αν η δίαιτα ενός ατόμου θεωρούνταν χαμηλή σε υδατάνθρακες δεν καθοριζόταν από την ακριβή ποσότητα υδατανθράκων που έτρωγε κάθε μέρα. Οι ερευνητές δημιούργησαν μια βαθμολογία με βάση το ποσοστό της συνολικής ενέργειας που έπαιρνε κάθε άτομο από την ημερήσια πρόσληψη πρωτεϊνών, λιπών και υδατανθράκων.
Χρησιμοποιώντας αυτές τις βαθμολογίες, οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν σε πέντε ομάδες. Η ομάδα με τους χαμηλότερους υδατάνθρακες λάμβανε περίπου το 40% της ημερήσιας ενέργειας από υδατάνθρακες, είπε η Wang. Οι διατροφικές κατευθυντήριες γραμμές των ΗΠΑ συνιστούν οι υδατάνθρακες να αντιπροσωπεύουν το 45%-65% της ενεργειακής πρόσληψης.
Για να αξιολογηθεί η ποιότητα της διατροφής, τα τρόφιμα ταξινομήθηκαν σε 18 ομάδες: δημητριακά ολικής αλέσεως, φρούτα, λαχανικά, ξηροί καρποί, όσπρια, φυτικά έλαια, τσάι και καφές, χυμοί φρούτων, επεξεργασμένα δημητριακά, πατάτες, ποτά με ζάχαρη, γλυκά και επιδόρπια, ζωικά λιπαρά, γαλακτοκομικά, αυγά, ψάρια ή θαλασσινά, κρέας και διάφορα τρόφιμα ζωικής προέλευσης.
Τα προκαταρκτικά αποτελέσματα έδειξαν ότι όσοι έτρωγαν λιγότερους υδατάνθρακες και έπαιρναν περισσότερες πρωτεΐνες και λίπος από τροφές φυτικής προέλευσης, είχαν 6% χαμηλότερο κίνδυνο διαβήτη τύπου 2. Εάν ελαχιστοποιούσαν περαιτέρω τη ζάχαρη και άλλους επεξεργασμένους υδατάνθρακες, ο κίνδυνος ήταν κατά 15% χαμηλότερος.
Αντίθετα, η ομάδα με τους χαμηλότερους υδατάνθρακες που κατανάλωνε τροφές με ζωικές πρωτεΐνες και λιπαρά, είχε 35% υψηλότερο κίνδυνο διαβήτη τύπου 2 και 39% υψηλότερο κίνδυνο εάν η δίαιτα περιείχε ελάχιστα δημητριακά ολικής αλέσεως.
Η Αμερικανική Ένωση Καρδιολογίας συνιστά την κατανάλωση ποικιλίας φρούτων και λαχανικών και υγιεινών πηγών πρωτεΐνης, όπως είναι τα ψάρια και τα θαλασσινά, τα όσπρια και οι ξηροί καρποί, τα γαλακτοκομικά με χαμηλά ή χωρίς λιπαρά και τα άπαχα κρέατα.
Συνιστά επίσης την κατανάλωση ελάχιστα επεξεργασμένων τροφίμων και τον περιορισμό της ζάχαρης, του αλατιού και του αλκοόλ.
Πηγή: healthday.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου