Οι «Πράξεις των Αποστόλων» αποτελούν τερματικό σταθμό μιας ποιητικής κυοφορίας τριάντα ετών. Σ’ αυτή τη διαδρομή ο Ιωάννης Πανουτσόπουλος διακρίνει πρωταρχικά στοιχεία της ζωής και της ύπαρξης. Προσεγγίζει το πεδίο των κοινωνικών συγκρούσεων για να διαπιστώσει πως «Σε αυτόν τον κόσμο είναι όλα τόσο τακτοποιημένα/ Τόσο εξασφαλισμένο ότι ο σπινθήρας δεν θα βάλει φωτιά/ Η επανάσταση έχει τόσο πολύ αντιγράψει τη συντήρηση/ Τα πνευματικά δικαιώματα του επιτηρούμενου καταλήγουν/ Απρόσκοπτα στην τσέπη του επιτηρητή…».
Ο ποιητής εξεγείρεται ενάντια στην τακτοποιημένη σκέψη και τις αδιαβάθμητες φιλοδοξίες. Η ποίησή του δεν παραμερίζει για να περάσει η πραγματικότητα. Γνωρίζει πως «Ικανοποιώντας το ανικανοποίητο το καταστήσαμε αδηφάγο/ Στο οικοδόμημά της Βαβέλ το ρετιρέ περιζήτητο/ Η εργαστηριακή αλαζονεία πειραματίζεται/ Το ποντίκι της υπεροψίας βρυχάται/ Ξανανοίγω το μαραγκούδικο του Νώε και μαζεύω ξυλεία/Δεν προσθέτω γρανάζια στην ατέρμονη μηχανική».